Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2018

...

Συνάντησα μάτια ζωντανά που ήλπιζαν να πεθάνουν
Μάτια που έβγαζαν φωτιές και ήθελαν να κυριεύσουν τον κόσμο
Μάτια που παραιτήθηκαν γιατί κουράστηκαν να μάχονται
Μάτια αχόρταγα που ρωτούσαν πάντα ένα γιατί
Ανθρώπινα όλα...

Συνάντησα μάτια θλιμμένα γιατί πάντα κάτι έλειπε
Μάτια πράα και ειρηνικά που αντίκρισαν Θεό
Μάτια μοναχικά κι ας ήταν γύρω τους όλος ο κόσμος
Μάτια μελαγχολικά που αποζητούσαν αποδοχή
Ανθρώπινα όλα...

Συνάντησα μάτια διψασμένα γιατί δεν ένοιωθαν ποτέ αρκετά
Μάτια σημαδεμένα από την τρέλα
Μάτια φωτεινά που συνάντησαν τον μεγαλύτερο θησαυρό της ζωής τους
Μάτια που εκλιπαρούν για νοιάξιμο και προσοχή
Ανθρώπινα όλα...

Κι όλα ήταν μέσα μου, κι εγώ μέσα σ' αυτά...

Γι' αυτό μ' αρέσει να ζωγραφίζω πρόσωπα, βλέμματα... γι' αυτά τα μάτια.

Πεθύμησα τα μολύβια μου...





Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Το χαμένο άλογο

Πριν από πολλά χρόνια σε ένα φτωχό κινέζικο χωριό, ζούσε ένας αγρότης με το γιο του. Η περιουσία του, εκτός από κάποια γη και μια μικρή καλύβα άχυρο, ήταν ένα άλογο που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του.

Μια μέρα, το άλογο έτρεξε μακριά, αφήνοντάς τον χωρίς ζώο με το οποίο μπορούσε να καλλιεργήσει τη γη. Οι γείτονές του - οι οποίοι τον σέβονταν πολύ για την ειλικρίνεια και την επιμέλεια του - ήρθαν στο σπίτι του για να του πουν πόσο λυπήθηκαν για  το γεγονός που είχε συμβεί. Τους ευχαρίστησε για την επίσκεψή τους, αλλά ρώτησε: - Πώς μπορείτε να ξέρετε ότι αυτό που συνέβη ήταν μια ατυχία στη ζωή μου;

Κάποιος μουρμούρισε σε ένα φίλο: «αυτός δεν μπορεί να αποδεχθεί την πραγματικότητα, ας τον αφήσουμε να σκέφτεται  ότι θέλει, εφ 'όσον δεν είναι θλιμμένος από αυτό που συνέβη."

Και οι γείτονες έφυγαν, προσποιούμενοι ότι συμφώνησαν με αυτά που είχαν ακούσει.

Μια εβδομάδα αργότερα, το άλογο επέστρεψε στον στάβλο, αλλά δεν ήταν μόνο του. Έφερε μαζί του μια ωραία φοράδα για παρέα. Μόλις το άκουσαν αυτό, οι κάτοικοι - οι οποίοι ήταν αναστατωμένοι αφού κατάλαβαν τώρα την απάντηση που ο άνθρωπος τους είχε δώσει – επέστρεψαν στο σπίτι του αγρότη, για να τον συγχαρούν για την καλή του τύχη. «Πριν είχες μόνο ένα άλογο, και τώρα έχεις δύο. Συγχαρητήρια!» - είπαν.

Σας ευχαριστώ πολύ για την επίσκεψή σας και για όλες τις ανησυχίες σας - απάντησε ο αγρότης. - Αλλά πώς μπορείτε να ξέρετε ότι αυτό που συνέβη ήταν μια ευλογία στη ζωή μου;

Αναστατωμένοι, και νομίζοντας ότι πρέπει να τρελαίνεται, οι γείτονες έφυγαν, και σχολίασαν τα λόγια του αγρότη: « Δεν καταλαβαίνει πραγματικά το δώρο που του έστειλε ο Θεός».

Ένα μήνα αργότερα, ο γιος του αγρότη αποφάσισε να δαμάσει τη φοράδα. Όμως, το ζώο αναπάντεχα αφηνίασε και το αγόρι έπεσε και έσπασε το πόδι του.

Οι γείτονες επέστρεψαν στο σπίτι του αγρότη - φέρνοντας δώρα για το τραυματισμένο αγόρι. Ο δήμαρχος του χωριού, υπέβαλε τα συλλυπητήριά του προς τον πατέρα, λέγοντας ήταν πολύ λυπηρό αυτό που είχε συμβεί.

Ο άνθρωπος τους ευχαρίστησε για την επίσκεψή τους και την ανησυχία τους, αλλά ρώτησε: Πώς μπορείτε να ξέρετε ότι αυτό που συνέβη ήταν μια ατυχία στη ζωή μου;

Η ερώτηση του αγρότη ήταν μεγάλη έκπληξη γι’ αυτούς αφού κανείς δεν μπορούσε να αμφιβάλλει ότι το ατύχημα του γιου ήταν μια πραγματική τραγωδία. Καθώς έφευγαν απ’ το σπίτι του αγρότη, κάποια είπε στους άλλους: "Έχει πραγματικά τρελαθεί? Μόνο ο γιος του θα μπορούσε να κουτσαίνει για πάντα, και είναι ακόμα σε αμφιβολία για το αν αυτό που συνέβη είναι μια ατυχία."

Μερικοί μήνες πέρασαν, και η Ιαπωνία κήρυξε τον πόλεμο στην Κίνα. Απεσταλμένοι του αυτοκράτορα ταξίδεψαν σε όλη τη χώρα σε αναζήτηση υγιών νεαρών ανδρών για να σταλούν στο μέτωπο της μάχης. Κατά την άφιξή τους στο χωριό, προσλήφθηκαν όλοι οι νέοι άνδρες, εκτός από το γιο του αγρότη, του οποίου το πόδι ήταν σπασμένο.

Κανένας από τους νεαρούς άνδρες δεν επέστρεψε ζωντανός. Ο γιος του αγρότη είχε αναρρώσει, τα δύο ζώα εκτρέφονταν και οι απόγονοί τους είχαν πωληθεί σε καλή τιμή. Ο χωρικός άρχισε να επισκέπτεται τους γείτονές του για να τους βοηθήσει, - αφού είχαν δείξει τόση φροντίδα σε αυτόν. Κάθε φορά που ένας από αυτούς παραπονιόταν, ο αγρότης έλεγε: «Πώς ξέρετε ότι είναι μια ατυχία;" Αν κάποιος ήταν χαρούμενος, ρωτούσε: «Πώς ξέρετε ότι είναι μια ευλογία;" Και οι άνθρωποι σε αυτό το χωριό κατάλαβαν ότι πέρα από τα φαινόμενα, η ζωή έχει συχνά άλλες σημασίες!!!

Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

Η Ιστορία του Λεπρού

- Τι δε θες, αδερφέ Φραγκίσκο; Τι μισείς και φοβάσαι πάνω απ' όλα; Με συμπαθάς που σε ρωτώ.
   Ο Φραγκίσκος δίστασε μια στιγμή. Άνοιξε το στόμα του, το 'κλεισε πάλι. Τέλος πήρε απόφαση, μίλησε:
- Νά, δε θέλω τους λεπρούς. Δεν μπορώ να τους δω. Και μόνο που ακούω από μακριά τα κουδουνάκια που φορούν για να τ' ακούν και ν' αλαργαίνουν οι διαβάτες, λιποθυμώ. Συχώρεσέ με, Θεέ μου. Τίποτα στον κόσμο δεν σιχαίνουμαι σαν τους λεπρούς.
   Έφτυσε, ξαφνικά του 'ρθε αναγούλα και ζάλη. Ακούμπησε σ' ένα δέντρο να συνηφέρει.
- Κακή, αδύνατη, κακομοίρα η ψυχή του ανθρώπου, μουρμούρισε. Κακή, αδύνατη, κακομοίρα... Πότε, Κύριε, θα τη λυπηθείς και θα τη σώσεις; [...]

- Φράτε Λεόνε, φώναξε, ξύπνα. Ξημέρωσε.
- Ακόμα είναι σκοτάδι, αδερφέ Φραγκίσκο, αποκρίθηκα νυσταγμένος. Γιατί βιάζεσαι;
- Δε βιάζουμαι εγώ, φράτε Λεόνε. Βιάζεται Αυτός, ο Θεός. Ξύπνα!
  Ανασηκώθηκα:
- Είδες όνειρο;
- Όχι. Όλη τη νύχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Τα ξημερώματα έκλεισα τα μάτια και παρακάλεσα το Θεό: 
" - Πατέρα, άφησέ με να κοιμηθώ. Αργάτης είμαι, αργάτης δικός σου, έκαμα ότι μου παράγγειλες: στερέωσα τον Άι Δαμιανό, χόρεψα κι έγινα μπαίγνιο του κόσμου μέσα στην Ασίζη. Παράτησα τον κύρη μου και τη μάνα μου. Γιατί δεν με αφήνεις να κοιμηθώ; Τι άλλο ζητάς από μένα; Δε φτάνει;
Κι ακούστηκε τότε από πάνω μου, όχι από πάνω μου, από μέσα μου,  μια φωνή άγρια: 
- Όχι δεν φτάνει!"
  
Ορκίζουμαι, φράτε Λεόνε, δεν κοιμόμουν. Δεν ήταν όνειρο. Όλα μπορεί να είναι όνειρο, εσύ κι εγώ κι η σπηλιά ετούτη κι η βροχή. Εκείνη η φωνή όμως δεν ήταν όνειρο.
"-Δεν φτάνει; φώναξα τρομαγμένος. Τι άλλο, το λοιπόν, ζητάς από μένα;
- Σήκω απάνω, ξημέρωσε, έμπα στο δρόμο. Θα σταματήσω για το χατήρι σου τη βροχή. Έμπα στο δρόμο και θ' ακούσεις κουδουνάκια. Είναι ένας λεπρός, εγώ σου τον στέλνω. Πέσε απάνω του, φίλησέ τον, ακούς; Κάνεις πως δεν ακούς γιατί δεν απαντάς;
Δεν βάσταξα πια.
- Δεν είσαι πατέρας, του φώναξα,  δεν αγαπάς τους ανθρώπους. Είσαι ανήλεος και παντοδύναμος και παίζεις μαζί μας. Άκουσες τώρα στο δρόμο που 'λεγα του συντρόφου μου πως δεν μπορώ ν' αγγίξω λεπρό, κι ευθύς θες να με ρίξεις στην αγκαλιά της λέπρας. Δεν υπάρχει λοιπόν άλλος δρόμος, πιο βολικός, να 'ρθει ο κακόμοιρος ο άνθρωπος, Θεέ μου, να σε βρει;
Τα σπλάχνα μου σκίστηκαν. Κάποιος γέλασε μέσα μου.
- Δεν υπάρχει, ακούστηκε σε λίγο η φωνή και κόπηκε απότομα."

Άκουγα ανατριχιάζοντας.
- Και τώρα; είπα και κοίταξα με βαθύ πόνο το Φραγκίσκο που είχε σηκωθεί τρεκλίζοντας και κοίταζε έξω από τη σπηλιά με τρόμο. Δεν άκουσε.
- Και τώρα; ξαναρώτησα. Στράφηκε.
- Τι τώρα; έκαμε μαζεύοντας τα φρύδια. Δεν υπάρχει τώρα. Σήκω να πάμε να τον βρούμε.
- Ποιον;
Χαμήλωσε ο Φραγκίσκος τη φωνή του, ένιωσα όλο το τυραννισμένο κορμί του να τρέμει.
- Το λεπρό... αποκρίθηκε σιγά.
Βγήκαμε από τη σπηλιά. Ξημέρωνε. Η βροχή είχε σταματήσει, τα σύννεφα κατρακυλούσαν απάνω στον ουρανό κι έφευγαν. Θαρρείς κι η πνοή του Θεού τα κυνηγούσε. Από κάθε δεντρόφυλλο κρέμουνταν και λαμπύριζε μια στάλα νερό. Και μέσα στη στάλα το νερό απλώνουνταν αλάκερο το ουρανοδόξαρο.
Πήραμε τη στράτα, κατηφορισαμε κατά τον κάμπο που κοιμόταν ακόμα σκεπασμένος από την πρωινή καταχνιά. Βιάζουνταν.
Ο ήλιος ανέβηκε απάνω από το βουνό, ζεστάθηκε η γης, ζεσταθήκαμε κι εμείς. Ξεκρίναμε κάτω χαμηλά, πίσω από τα πεύκα, μια μεγάλη πολιτεία. [...]
Άξαφνα ο Φραγκίσκος στάθηκε, κατάχλομος. Με άρπαξε από το μπράτσο:
- Ακούς; είπε σιγά.
- Όχι, τι;
- Κουδουνάκια...
Κι ως το 'πε, άκουσα αλήθεια, μακριά ακόμα, από τον κάμπο, κουδουνάκια. Σταθήκαμε κι οι δύο, το κατωσάγουνο του Φραγκίσκου έτρεμε. Τα κουδουνάκια ολοένα ζύγωναν.
- Έρχεται... τραύλισε ο Φραγκίσκος κι ακούμπησε ολοτρέμουλος απάνω μου. Έρχεται...
- Να φύγουμε, να γλυτώσουμε, έκαμα εγώ κι άρπαξα το Φραγκίσκο από τη μέση, να τον σηκώσω να φύγουμε.
- Να πάμε που; Να γλιτώσουμε από το Θεό, πως; Πώς, κακόμοιρε φράτε Λεόνε;
- Ν' αλλάξουμε δρόμο, αδερφέ Φραγκίσκο.
- Στον κάθε δρόμο θα βρούμε κι ένα λεπρό. Θα γεμίσουν, θα δεις, οι στράτες λεπρούς. Ωσότου να πέσουμε στην αγκαλιά τους, ν' αφανιστούν. Ε, λοιπόν, φράτε Λεόνε, δέσε κόμπο την καρδιά σου, πάμε!
Τα κουδουνάκια πια ακούγουνταν κοντά μας, πίσω από τα δέντρα, έφταναν.
- Κάνε κουράγιο, Φραγκίσκο, αδερφέ μου, είπα. Ο Θεός θα σου δώσει τη δύναμη να βαστάξεις.
Μα ο Φραγκίσκος είχε κιόλα πάρει φόρα, έτρεχε. Ο λεπρός είχε προβάλει μέσα από τα δέντρα. Κρατούσε ένα ραβδί γεμάτο κουδούνια και το κουνούσε, να το ακούν και να φεύγουν οι διαβάτες. Έτρεχε ο Φραγκίσκος με τις αγκάλες ανοιχτές, ο λεπρός τον είδε, σταμάτησε. Έσυρε ψιλή φωνή, σα να φοβήθηκε. Σα να 'χε αποκάμει πια και δεν μπορούσε να προχωρήσει, τα γόνατά του λύγιζαν. Ζύγωσα κι εγώ από κοντά, κοίταζα με φρίκη. Η μύτη του λεπρού είχε σαπίσει, κι η μισή είχε πέσει, τα χέρια του ήταν χωρίς δάχτυλα, κούτσουρα, και τα χείλια του μια πληγή κι έτρεχε.
Ο Φραγκίσκος έπεσε απάνω στο λεπρό, τον αγκάλιασε, έσκυψε, τον φίλησε στο στόμα. Κι ύστερα τον σήκωσε στην αγκαλιά του, τον σκέπασε με το ράσο του κι άρχισε να προχωράει αργά, βαριοπατώντας, κατά την πολιτεία. Σίγουρα θα ήταν εκεί κοντά κανένα λεπροκομείο να τον αποθέσει.
Πήγαινε, πήγαινα κι εγώ πίσω του, και τα μάτια μου είχαν βουρκώσει. Βαρύς είναι ο Θεός, βαρύς πολύ, δε λυπάται τους ανθρώπους. Τι ήταν αυτά που μου 'λεγε, τώρα να, ο Φραγκίσκος; Το θέλημα του Θεού είναι τάχα το πιο βαθύ θέλημά μας και δεν το ξέρουμε; Όχι, όχι! Ο Θεός μας λέει: "Τι δεν θές; Αυτό εγώ θέλω! Τι μισείς; Αυτό εγώ αγαπώ. Κάμε ότι δε σου αρέσει. Αυτό αρέσει εμένα!" Και νά, τώρα ο δυστυχισμένος ο Φραγκίσκος φίλησε το λεπρό και τον κουβαλάει στην αγκαλιά του.
Ο ήλιος είχε ανέβει, κόντευε πια μεσούρανα. Άρχισαν οι πρώτες χοντρές ψιχάλες. Η πολιτεία είχε τώρα μεγαλώσει, μια στιγμή μέσα στον ήλιο έλαμψε, οι πύργοι της, οι εκκλησιές, τα σπίτια. Ζυγώναμε.
Κι άξαφνα είδα τον Φραγκίσκο να σταματάει απότομα. Έσκυψε, αναμέρισε το ράσο να ξεσκεπάσει το λεπρό. Κι ολομεμιάς έσυρε φωνή μεγάλη: το ράσο ήταν αδειανό!
Στράφηκε ο Φραγκίσκος και με κοίταξε. Ανοιγόκλεισε το στόμα να μιλήσει, δεν μπόρεσε. Μα το πρόσωπό του έλαμπε. Έκαιγε. Μουστάκια, γένια, μύτες, στόματα, όλα είχαν αφανιστεί μέσα στη φλόγα.
Κυλίστηκε χάμω, ξάπλωσε πίστομα κι άρχισε να φιλάει το χώμα και να κλαίει. Όρθιος εγώ από πάνω του έτρεμα. Δεν ήταν λεπρός, ήταν ο ίδιος ο Χριστός κι είχε κατέβει στη γης λωβιασμένος, να δοκιμάσει το Φραγκίσκο. [...]
Ο Φραγκίσκος άνοιξε τα μάτια, κοίταξε το συννεφιασμένο ουρανό, κοίταξε τη βροχή που έπεφτε αριά και θόλωνε τον αέρα. Χαμήλωσε τα μάτια, με είδε. Δεν μπορούσε ακόμα να μιλήσει. Μου χαμογέλασε. Κι εγώ ευτύς κύλησα κάτω, στη μέση του δρόμου, δίπλα του, και τον φιλούσα και του χάδευα το πρόσωπο με τρυφεράδα, για να μπορέσω να γλυκάνω απάνω του τον κεραυνό του Θεού. Το σώμα του άχνιζε ακόμα.
Πόσην ώρα, πόσες ώρες μείναμε εκεί στη μέση του δρόμου, ξαπλωμένοι, αμίλητοι; Δεν μπορώ να πω. Μα όταν ανασηκωθήκαμε και κοιτάξαμε γύρα μας, ο ήλιος βασίλευε. Είχε έρθει τώρα η μιλιά στο Φραγκίσκο.
- Φράτε Λεόνε, είδες; Κατάλαβες;
- Είδα, αδερφέ Φραγκίσκο, είδα, μα δεν κατάλαβα παρά ετούτο: ο Θεός παίζει μαζί μας.
- Εγώ, φράτε Λεόνε, κατάλαβα ετούτο: όλοι οι λεπροί, οι σακάτες, οι αμαρτωλοί, αν τους φιλήσεις στο στόμα...
Σώπασε. Τρόμαξε να τελέψει το λογισμό του.
- Φώτισέ με, αδερφέ Φραγκίσκο, φώτισέ με, μη με αφήνεις στο σκοτάδι.
Πέρασε κάμποσή ώρα. Τέλος ανατριχιάζοντας:
- Όλοι ετούτοι, μουρμούρισε, αν τους φιλήσεις στο στόμα, συχώρεσέ με, Θεέ μου, γίνουνται Χριστός.

Απόσπασμα από το βιβλίο "Ο Φτωχούλης του Θεού", Ν. Καζαντζάκης

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Παράδοση άνευ όρων, Eckhart Tolle

     Στη ζωή κάθε ανθρώπου, έρχεται μια στιγμή που επιδιώκει ανάπτυξη και επέκταση στο επίπεδο της μορφής. Αυτό συμβαίνει όταν πασχίζεις να ξεπεράσεις περιορισμούς όπως η σωματική αδυναμία ή η οικονομική ανεπάρκεια, όταν αποκτάς νέες δεξιότητες και γνώσεις ή, μέσω δημιουργικής δράσης, πετυχαίνεις να φέρεις σε τούτο τον κόσμο κάτι καινούριο, που εξυψώνει τη δική σου ζωή και τη ζωή των άλλων. Μπορεί να είναι ένα μουσικό κομμάτι ή ένα έργο τέχνης, ένα βιβλίο, μια υπηρεσία που παρέχεις, μια επιχείρηση ή οργανισμός που δημιουργείς ή στα οποία κάνεις μια σημαντική συνεισφορά.
     Όταν είσαι παρών, όταν η προσοχή σου είναι εστιασμένη στο Τώρα, αυτή η Παρουσία θα ρέει μέσα σε ότι κάνεις και θα το μεταμορφώνει. Θα υπάρχει ποιότητα και δύναμη σ' αυτό. Είσαι παρών όταν αυτό που κάνεις δεν είναι πρωταρχικά μέσο προς ένα σκοπό (χρήματα, γόητρο, νίκη), αλλά προσφέρει από μόνο του μια πληρότητα, όταν υπάρχει χαρά και ζωντάνια σ' αυτό που κάνεις. Και, φυσικά, δεν μπορείς να είσαι παρών αν δεν φιλιώσεις με την παρούσα στιγμή. Αυτή είναι η βάση για αποτελεσματική δράση, αμόλυντη από αρνητικότητα.
     Μορφή σημαίνει περιορισμός. Βρισκόμαστε εδώ όχι μόνο για να βιώσουμε περιορισμό, αλλά και για να αναπτυχθούμε σε συνειδητότητα υπερβαίνοντάς τον. Μερικοί περιορισμοί μπορούν να ξεπεραστούν σε εξωτερικό επίπεδο. Μπορεί να υπάρχουν άλλοι περιορισμοί στη ζωή σου με τους οποίους πρέπει να μάθεις να ζεις. Μπορούν να ξεπεραστούν μόνο εσωτερικά. Όλοι θα τους συναντήσουν αργά ή γρήγορα. Αυτοί οι περιορισμοί ή σε κρατάνε παγιδευμένο σε εγωική αντίδραση, πράγμα που σημαίνει έντονη δυστυχία, ή υψώνεσαι πάνω απ' αυτούς με παράδοση άνευ όρων σ' αυτό που υπάρχει. Για να διδάξουν αυτό υπάρχουν. Η παράδοση στην κατάσταση συνειδητότητας ανοίγει μια κατακόρυφη διάσταση στη ζωή σου, τη διάσταση του βάθους. Κάτι θα έρθει τότε από αυτή τη διάσταση στον κόσμο, κάτι άπειρης αξίας, που διαφορετικά θα είχε παραμείνει άδηλο. Μερικοί άνθρωποι που παραδόθηκαν σε σοβαρούς περιορισμούς γίνονται θεραπευτές ή πνευματικοί διδάσκαλοι. Άλλοι εργάζονται ανιδιοτελώς για να μειώσουν την ανθρώπινη οδύνη ή φέρνουν κάποιο δημιουργικό δώρο σ' αυτό τον κόσμο.

Απόσπασμα απ' το βιβλίο "Για Μια Νέα Ζωή", του Eckhart Tolle

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Η Ειρήνη του Θεού, η υπερέχουσα πάντα νουν, Eckhart Tolle

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που βίωσαν αυτή  την αναδυόμενη νέα διάσταση της συνειδητότητας ως αποτέλεσμα μιας τραγικής απώλειας κάποια στιγμή στη ζωή τους. Μερικοί έχασαν όλα τους τα υπάρχοντα, άλλοι τα παιδιά ή το/τη σύζυγό τους, την κοινωνική τους θέση, τη φήμη ή τις σωματικές τους ικανότητες. Σε μερικές περιπτώσεις, εξαιτίας κάποιου πολέμου ή καταστροφής, τα έχασαν όλα αυτά ταυτόχρονα και βρέθηκαν με το "τίποτα". Μπορούμε να το αποκαλέσουμε αυτό οριακή κατάσταση. Ότι ήταν αυτό με το οποίο είχαν ταυτιστεί, ότι τους έδινε μια αίσθηση εαυτού το είχαν χάσει. Τότε, ξαφνικά και ανεξήγητα, η αγωνία ή ο έντονος φόβος που είχαν νιώσει αρχικά, έδωσε τη θέση του σε μια ιερή αίσθηση Παρουσίας, μια βαθιά ειρήνη και γαλήνη και πλήρη απελευθέρωση από το φόβο. Αυτό το φαινόμενο πρέπει να ήταν γνωστό στον Απόστολο Παύλο, που χρησιμοποίησε την έκφραση "η ειρήνη του Θεού η υπερέχουσα πάντα νουν". Είναι πραγματικά μια ειρήνη που δε φαίνεται να μπορεί να κατανοηθεί, και οι άνθρωποι που τη βίωσαν αναρωτήθηκαν: Μπροστά σε όλα αυτά, πως γίνεται να νιώθω τέτοια ειρήνη;
Η απάντηση είναι απλή από τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσεις τι είναι το Εγώ και πως λειτουργεί. Όταν οι μορφές με τις οποίες είχες ταυτιστεί, που σου έδιναν μια αίσθηση εαυτού, καταρρέουν ή τις χάνεις, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια κατάρρευση του Εγώ, αφού το Εγώ είναι ταύτιση με τη μορφή. Όταν δεν υπάρχει πια τίποτα με το οποίο να ταυτιστείς, ποιος είσαι; Όταν μορφές γύρω σου πεθαίνουν ή σε πλησιάζει ο θάνατος, η αίσθηση Οντότητας που διαθέτεις, του Υπάρχω, ελευθερώνεται από την εμπλοκή της με τη μορφή: Το Πνεύμα ελευθερώνεται από τη φυλάκισή του μέσα στην ύλη. Συνειδητοποιείς την ουσιαστική σου ταυτότητα ως άμορφη, ως μια Παρουσία που διαπερνά τα πάντα, ως Ύπαρξη που προηγείται όλων των μορφών, όλων των ταυτίσεων. Συνειδητοποιείς την αληθινή σου ταυτότητα ως την ίδια τη συνειδητότητα αντί για εκείνο με το οποίο είχε ταυτιστεί η συνειδητότητα. Αυτή είναι η ειρήνη του Θεού. Η έσχατη αλήθεια του ποιος είσαι δεν είναι "είμαι αυτό", "είμαι εκείνο", αλλά Είμαι.
Δεν βιώνουν αυτή την αφύπνιση, αυτή την αποταύτιση από τη μορφή όλοι όσοι βιώνουν μια μεγάλη απώλεια. [...] Όποτε συμβαίνει κάποια τραγική απώλεια, ή αντιστέκεσαι ή ενδίδεις. Μερικοί άνθρωποι γίνονται πικρόχολοι ή βαθιά μνησίκακοι. Άλλοι γίνονται συμπονετικοί, σοφοί και γεμάτοι αγάπη. Το να ενδίδεις σημαίνει εσωτερική αποδοχή αυτού που υπάρχει. Είσαι ανοιχτός στη ζωή. Η αντίσταση είναι εσωτερική συστολή, σκλήρυνση του κελύφους του Εγώ. Είσαι κλειστός. Ότι δράση αναλαμβάνεις σε κατάσταση εσωτερικής αντίστασης (που θα μπορούσαμε επίσης να αποκαλέσουμε αρνητικότητα) θα δημιουργήσει περισσότερη εσωτερική αντίσταση και το σύμπαν δε θα είναι με το μέρος σου. Η ζωή δεν θα σε βοηθάει. Αν τα ρολά είναι κλειστά, ο ήλιος δεν μπορεί να μπει. Όταν ενδίδεις εσωτερικά, όταν παραδίνεσαι, ανοίγεται μια νέα διάσταση συνειδητότητας.  Αν είναι δυνατή ή απαραίτητη η δράση, θα είναι ευθυγραμμισμένη με το όλον και υποστηριζόμενη από δημιουργική ευφυΐα, τη συνειδητότητα που δεν είναι αποκτημένη με εξαρτημένη μάθηση, μια συνειδητότητα με την οποία, σε μια κατάσταση εσωτερικού ανοίγματος, γίνεσαι ένα. Περιστάσεις και άνθρωποι σε βοηθούν τότε, συνεργάζονται μαζί σου. Συμβαίνουν συμπτώσεις. Αν δεν είναι δυνατή η δράση, αναπαύεσαι στην ειρήνη και την εσωτερική ηρεμία που έρχονται με την παράδοση. Αναπαύεσαι εν Θεώ.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Eckhart Tolle, Για μια νέα ζωή

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Η παραβολή της άμαξας, Χόρχε Μπουκάι

   Συγκροτημένοι σ'  ένα ενιαίο σύνολο, η άμαξά μου, τα άλογα, ο αμαξάς κι εγώ (όπως έμαθα να αποκαλώ τον επιβάτη), καταβάλλοντας αρκετή προσπάθεια, καταφέραμε να περάσουμε το πρώτο τμήμα του δρόμου. Όσο προχωρούσαμε, το περιβάλλον άλλαζε: άλλοτε άγονο και καταθλιπτικό, κι άλλοτε ανθόσπαρτο - μια γλυκιά ανακούφιση. Μεταβάλλονταν οι κλιματικές συνθήκες και ο βαθμός δυσκολίας του δρόμου: πότε ομαλός και πεδινός, πότε ανώμαλος και απόκρημνος, πότε ολισθηρός και ανηφορικός. Άλλαζε, τέλος, η ψυχική μου κατάσταση: εδώ ήρεμος και αισιόδοξος, εκεί θλιμμένος και κουρασμένος, μετά δύσθυμος και οργισμένος.
Σήμερα, έχοντας ολοκληρώσει αυτό το κομμάτι της διαδρομής, έχω την αίσθηση ότι, στην πραγματικότητα, οι μόνες σημαντικές αλλαγές ήταν αυτές οι τελευταίες, οι εσωτερικές, λες και οι άλλες, οι εξωτερικές, καθορίζονταν από τις προηγούμενες, ή απλώς δεν υπήρχαν.
Σταματώ μια στιγμή, αναπολώ τα ίχνη που άφησα πίσω μου, και αισθάνομαι ικανοποιημένος και υπερήφανος. Καλώς ή κακώς, οι επιτυχίες και οι απογοητεύσεις μου μου ανήκουν.
Ξέρω πως με περιμένει μια καινούρια φάση, όμως, δεν αγνοώ πως θα μπορούσα να αφήσω τη φάση αυτή να με περιμένει εσαεί, χωρίς να νιώθω καθόλου ένοχος. Τίποτα δεν με υποχρεώνει να προχωρήσω, τίποτα άλλο εκτός από την προσωπική μου επιθυμία να συνεχίσω τον δρόμο μου.
Κοιτάζω μπροστά. Το μονοπάτι μου φαίνεται πολύ ελκυστικό. Με βάζει σε πειρασμό. Από την αρχή βλέπω πως είναι γεμάτο με άπειρα χρώματα και καινούρια σχήματα που ερεθίζουν την περιέργειά μου. Η διαίσθησή μου μου λέει ότι πρέπει να είναι επίσης γεμάτο με κινδύνους και δυσκολίες, όμως αυτό δεν με σταματά. Τώρα ξέρω ότι μπορώ να υπολογίσω στα βοηθήματα που διαθέτω. Αυτά θα με βοηθήσουν να αντιμετωπίσω κάθε κίνδυνο και κάθε δυσκολία. Εξάλλου, κατέληξα να μάθω πως είμαι ευάλωτος κι όχι εύθραυστος.
Βυθισμένος στον εσωτερικό μου διάλογο, ούτε που κατάλαβα πως άρχισα ήδη να πορεύομαι αυτόν τον δρόμο. Απολαμβάνω με ηρεμία και γαλήνη το τοπίο. [...]
Ξάφνου, διακρίνω στ' αριστερά μου, σ' ένα μονοπάτι παράλληλο με το δικό μου, σ' ένα ξέφωτο, πως υπάρχει μια άλλη άμαξα που τραβάει τον δικό της δρόμο, αλλά ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση μ΄εμένα. Με ξαφνιάζει η ομορφιά της: το σκούρο ξύλο, τα αστραφτερά μπρούντζινα στολίδια της, οι υπέροχοι τροχοί, η απαλότητα και η αρμονία στα τορνευτά της σχήματα... Καταλαβαίνω πως με έχει εντυπωσιάσει. [...] Περνάει αρκετή ώρα ώσπου να αντιληφθώ ότι η άλλη άμαξα έχει κι αυτή έναν επιβάτη. Δεν είναι ότι πίστευα πως δεν θα είχε επιβάτη, απλώς, δεν τον είχα προσέξει.
Μόλις τώρα τον ανακαλύπτω και τον παρατηρώ. Βλέπω ότι κι εκείνος με κοιτάζει. Για να του δείξω τη χαρά μου του χαμογελώ, κι εκείνος, μέσα από το παράθυρο της άμαξας, με χαιρετάει κουνώντας μου ζωηρά το χέρι. Ανταποδίδω τον χαιρετισμό και παίρνω το θάρρος να ψιθυρίσω ένα δειλό "Γεια...". Κατά έναν μυστήριο τρόπο, ή ίσως όχι και τόσο μυστήριο, με ακούει και μου απαντάει: 
"Γειά σου! Πας προς τα εκεί;"
"Ναι!" απαντώ με πρωτοφανή χαρά. "Πάμε μαζί;"
"Σύμφωνοι..." μου λέει, "πάμε".


Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Αισθάνομαι ευχαριστημένος. Πέρασα όλο τον δρόμο χωρίς ποτέ να συναντήσω έναν συνταξιδιώτη. Νιώθω ευχαριστημένος χωρίς να ξέρω γιατί, και το σπουδαιότερο, χωρίς καμία ιδιαίτερη διάθεση να το μάθω.

Απόσπασμα από το βιβλίο: Ο Δρόμος της Συνάντησης, Χόρχε Μπουκάι

     

Τρίτη 6 Φεβρουαρίου 2018

Η Μεγάλη Αναμονή, Κώστας Ουράνης


Είμαστε πολλοί που σ' όλη μας τη ζωή περιμένουμε πάντα κάτι. Τί; Δεν ξέρουμε ακριβώς. Κάτι που να 'ρθει και να γεμίσει – ή ν' αλλάξει – τη ζωή μας: μια μεγάλη αγάπη, μια μοναδική περιπέτεια, μια σπάνια τύχη, ίσως και μια τρομερή καταστροφή – δεν ξέρουμε. Αυτή η αναμονή, που κυβερνάει ωστόσο τη ζωή μας, είναι τόσο ακαθόριστη! Δεν υπάγεται στη σκέψη μας, αλλά στο ένστικτό μας.
Είμαστε σαν εκείνο το μυθικό βασιλιά της Θούλης, που ρίχνει μέσα στ' ακύμαντα νερά της λίμνης του παλατιού του το πολύτιμο χρυσό κύπελλό του, μόνο και μόνο για να δει – επί τέλους – τα νερά της να ταράζονται. Ζούμε με την προσδοκία να δούμε τα νερά της ζωής μας να ταραχθούν. Κάθε φορά που γνωρίζουμε μια γυναίκα, που παίρνουμε ένα βαπόρι, που φθάνουμε σε μια ξένη πολιτεία, που καταπιανόμαστε με κάτι, η καρδιά μας χτυπάει και λέμε μέσα μας: «Να 'ναι γι' αυτή τη φορά;». Και κάθε φορά διαπιστώνουμε πως δεν είναι.
Μου έδειξαν κάποτε σ' ένα μουσείο της βορινής Μπρυζ μια δαντέλα – θαύμα υπομονής - που την έπλεκε 15 χρόνια μια Φλαμανδή πυργοδέσποινα, περιμένοντας το γυρισμό του άντρα της που είχε φύγει με τους Σταυροφόρους για τους Άγιους Τόπους. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την ψυχή μας μ' αυτή τη Φλαμανδή. Όλη μας η ζωή είναι σα μια διασκέδαση της αναμονής μας, ένα μηχανικό πήγαιν' έλα σαν κάποιου που περιμένει στον τόπο ενός ραντεβού μια γυναίκα που αργεί να 'ρθει.
Είναι μερικοί, πιο τολμηροί ή πιο ανυπόμονοι, που, μην υποφέροντας πια την πολύκαιρη αναμονή, ξεκινάνε μια μέρα σ' αναζήτηση αυτού του Κάτι – του μοναδικού και του εξαίσιου - όπως ξεκινούσαν άλλοτε άνθρωποι για ν' ανακαλύψουν το θρυλικό Ελδοράδο, την πολιτεία που ήταν όλη καμωμένη από χρυσό. Τους ανθρώπους αυτούς τους αναγνωρίζει κανένας εύκολα: είναι εκείνοι που τους βλέπουμε μοναχούς στην πλώρη (κι όχι στη πρύμη) των καραβιών που ταξιδεύουν ή εκείνοι που τους συναντάμε σε ξένες πολιτείες σα ναυαγισμένους και με μια πένθιμη συλλογή στο βλέμμα. Είναι οι τυχοδιώχτες, οι ονειροπόλοι, οι «ξεριζωμένοι» από το δέντρο της κοινωνίας ή της πατρίδας τους άνθρωποι, που έφυγαν για να βρουν το Ελδοράδο τους και δεν το βρήκαν…
Ω, δεν είναι δυνατό! Η τόσο βαθειά και τόσο έμμονη αυτή αναμονή δεν μπορεί να 'ναι απατηλή. Αυτό το Κάτι, που το υποσυνείδητό μας περιμένει, θα υπάρχει, δεν είναι δυνατό παρά να υπάρχει. Γιατί πώς να εξηγηθεί τόση λαχτάρα, η τόση πεποίθηση και η τόση, στο τέλος, βουβή πίκρα; Θα υπάρχει, αλλά πώς να ξέρει κανένας σε ποιό τόπο, σε ποιά στιγμή, σε ποιο πρόσωπο θα συναντήσει αυτό το κάτι, που θ' αλλάξει ολότελα τη ζωή του ή που θα τον κάνει να βρει νόημα στη ζωή του; Πώς να το ξέρουμε, φτωχοί άνθρωποι; Κι έτσι η ζωή κυλάει σ' αυτή την αναμονή σαν τον άμμο μέσα από τα δάχτυλα μας.
Θα μπορούσαμε, βέβαια, κι εμείς, σαν τους ανθρώπους εκείνους του Ουάιλδ που βάζουν στη ζωή τους προορισμό να γίνουν καντηλανάφτηδες και γίνονται, να 'χαμε πραγματοποιήσει μια ζωή – που ίσως και να 'ταν ευτυχισμένη. Αλλά η ανάγκη του ξεχωριστού, του σπάνιου και του ωραίου ήταν τόσο επιταχτική μέσα μας, που θυσιάσαμε τα πάντα στην αναμονή τους.
Σ' αυτή τη θυσία υπάρχει απερίγραπτος σπαραγμός. Υπάρχει όμως και ικανοποίηση. «Γιατί τάχα αυτή η ικανοποίηση;» θα παρατηρήσουν ειρωνικά μερικοί. «Δεν γίνατε ούτε καντηλανάφτηδες!»… Αλήθεια, δε γίναμε τίποτε. Αλλά η ικανοποίησή μας είναι ακριβώς ότι δε γίναμε «καντηλανάφτηδες»!...
Από το βιβλίο «Αποχρώσεις», εκδόσεις Εστία.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Αφήνομαι στην Συμπαντική Νοημοσύνη.

"Κι εγώ είμαι νεκρός Μπιορν. Ένα κομμάτι μου πέθανε μαζί με την κόρη μου, ένα δεύτερο κομμάτι μου πέθανε μαζί με τον Ράγκναρ κι ότι είχε απομείνει από τον εαυτό μου πέθανε με την αγαπημένη μου σύντροφο Χέλγκα. Αυτό που είμαι τώρα είναι ένα τίποτα, κι όλο αυτό το τίποτα το παραδίδω στους θεούς να το κάνουν ότι θέλουν. Εγώ θα είμαι ένα άδειο πλοίο, που θα πλέει χωρίς τιμόνι στην απεραντοσύνη της θάλασσας κι όπου με πηγαίνουν θα πηγαίνω. Θα είμαι παραδομένος στους θεούς να με κάνουν ότι αυτοί θέλουν."

Μονόλογος του Φλόκι από τη σειρά Βίκινγκς


Όταν όλα γκρεμίζονται και δεν έχουμε από κάπου να κρατηθούμε, όταν συνειδητοποιούμε ότι δεν έχουμε τον έλεγχο της ύπαρξής μας, όταν αντιληφθούμε ότι τα επίγεια είναι τόσο μεταβαλλόμενα και ασταθή, τότε αφηνόμαστε στην απεραντοσύνη της θάλασσας που λέγεται Θεός ή Συμπαντική Νοημοσύνη.