Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Η Ειρήνη του Θεού, η υπερέχουσα πάντα νουν, Eckhart Tolle

Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που βίωσαν αυτή  την αναδυόμενη νέα διάσταση της συνειδητότητας ως αποτέλεσμα μιας τραγικής απώλειας κάποια στιγμή στη ζωή τους. Μερικοί έχασαν όλα τους τα υπάρχοντα, άλλοι τα παιδιά ή το/τη σύζυγό τους, την κοινωνική τους θέση, τη φήμη ή τις σωματικές τους ικανότητες. Σε μερικές περιπτώσεις, εξαιτίας κάποιου πολέμου ή καταστροφής, τα έχασαν όλα αυτά ταυτόχρονα και βρέθηκαν με το "τίποτα". Μπορούμε να το αποκαλέσουμε αυτό οριακή κατάσταση. Ότι ήταν αυτό με το οποίο είχαν ταυτιστεί, ότι τους έδινε μια αίσθηση εαυτού το είχαν χάσει. Τότε, ξαφνικά και ανεξήγητα, η αγωνία ή ο έντονος φόβος που είχαν νιώσει αρχικά, έδωσε τη θέση του σε μια ιερή αίσθηση Παρουσίας, μια βαθιά ειρήνη και γαλήνη και πλήρη απελευθέρωση από το φόβο. Αυτό το φαινόμενο πρέπει να ήταν γνωστό στον Απόστολο Παύλο, που χρησιμοποίησε την έκφραση "η ειρήνη του Θεού η υπερέχουσα πάντα νουν". Είναι πραγματικά μια ειρήνη που δε φαίνεται να μπορεί να κατανοηθεί, και οι άνθρωποι που τη βίωσαν αναρωτήθηκαν: Μπροστά σε όλα αυτά, πως γίνεται να νιώθω τέτοια ειρήνη;
Η απάντηση είναι απλή από τη στιγμή που θα συνειδητοποιήσεις τι είναι το Εγώ και πως λειτουργεί. Όταν οι μορφές με τις οποίες είχες ταυτιστεί, που σου έδιναν μια αίσθηση εαυτού, καταρρέουν ή τις χάνεις, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια κατάρρευση του Εγώ, αφού το Εγώ είναι ταύτιση με τη μορφή. Όταν δεν υπάρχει πια τίποτα με το οποίο να ταυτιστείς, ποιος είσαι; Όταν μορφές γύρω σου πεθαίνουν ή σε πλησιάζει ο θάνατος, η αίσθηση Οντότητας που διαθέτεις, του Υπάρχω, ελευθερώνεται από την εμπλοκή της με τη μορφή: Το Πνεύμα ελευθερώνεται από τη φυλάκισή του μέσα στην ύλη. Συνειδητοποιείς την ουσιαστική σου ταυτότητα ως άμορφη, ως μια Παρουσία που διαπερνά τα πάντα, ως Ύπαρξη που προηγείται όλων των μορφών, όλων των ταυτίσεων. Συνειδητοποιείς την αληθινή σου ταυτότητα ως την ίδια τη συνειδητότητα αντί για εκείνο με το οποίο είχε ταυτιστεί η συνειδητότητα. Αυτή είναι η ειρήνη του Θεού. Η έσχατη αλήθεια του ποιος είσαι δεν είναι "είμαι αυτό", "είμαι εκείνο", αλλά Είμαι.
Δεν βιώνουν αυτή την αφύπνιση, αυτή την αποταύτιση από τη μορφή όλοι όσοι βιώνουν μια μεγάλη απώλεια. [...] Όποτε συμβαίνει κάποια τραγική απώλεια, ή αντιστέκεσαι ή ενδίδεις. Μερικοί άνθρωποι γίνονται πικρόχολοι ή βαθιά μνησίκακοι. Άλλοι γίνονται συμπονετικοί, σοφοί και γεμάτοι αγάπη. Το να ενδίδεις σημαίνει εσωτερική αποδοχή αυτού που υπάρχει. Είσαι ανοιχτός στη ζωή. Η αντίσταση είναι εσωτερική συστολή, σκλήρυνση του κελύφους του Εγώ. Είσαι κλειστός. Ότι δράση αναλαμβάνεις σε κατάσταση εσωτερικής αντίστασης (που θα μπορούσαμε επίσης να αποκαλέσουμε αρνητικότητα) θα δημιουργήσει περισσότερη εσωτερική αντίσταση και το σύμπαν δε θα είναι με το μέρος σου. Η ζωή δεν θα σε βοηθάει. Αν τα ρολά είναι κλειστά, ο ήλιος δεν μπορεί να μπει. Όταν ενδίδεις εσωτερικά, όταν παραδίνεσαι, ανοίγεται μια νέα διάσταση συνειδητότητας.  Αν είναι δυνατή ή απαραίτητη η δράση, θα είναι ευθυγραμμισμένη με το όλον και υποστηριζόμενη από δημιουργική ευφυΐα, τη συνειδητότητα που δεν είναι αποκτημένη με εξαρτημένη μάθηση, μια συνειδητότητα με την οποία, σε μια κατάσταση εσωτερικού ανοίγματος, γίνεσαι ένα. Περιστάσεις και άνθρωποι σε βοηθούν τότε, συνεργάζονται μαζί σου. Συμβαίνουν συμπτώσεις. Αν δεν είναι δυνατή η δράση, αναπαύεσαι στην ειρήνη και την εσωτερική ηρεμία που έρχονται με την παράδοση. Αναπαύεσαι εν Θεώ.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Eckhart Tolle, Για μια νέα ζωή

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Η παραβολή της άμαξας, Χόρχε Μπουκάι

   Συγκροτημένοι σ'  ένα ενιαίο σύνολο, η άμαξά μου, τα άλογα, ο αμαξάς κι εγώ (όπως έμαθα να αποκαλώ τον επιβάτη), καταβάλλοντας αρκετή προσπάθεια, καταφέραμε να περάσουμε το πρώτο τμήμα του δρόμου. Όσο προχωρούσαμε, το περιβάλλον άλλαζε: άλλοτε άγονο και καταθλιπτικό, κι άλλοτε ανθόσπαρτο - μια γλυκιά ανακούφιση. Μεταβάλλονταν οι κλιματικές συνθήκες και ο βαθμός δυσκολίας του δρόμου: πότε ομαλός και πεδινός, πότε ανώμαλος και απόκρημνος, πότε ολισθηρός και ανηφορικός. Άλλαζε, τέλος, η ψυχική μου κατάσταση: εδώ ήρεμος και αισιόδοξος, εκεί θλιμμένος και κουρασμένος, μετά δύσθυμος και οργισμένος.
Σήμερα, έχοντας ολοκληρώσει αυτό το κομμάτι της διαδρομής, έχω την αίσθηση ότι, στην πραγματικότητα, οι μόνες σημαντικές αλλαγές ήταν αυτές οι τελευταίες, οι εσωτερικές, λες και οι άλλες, οι εξωτερικές, καθορίζονταν από τις προηγούμενες, ή απλώς δεν υπήρχαν.
Σταματώ μια στιγμή, αναπολώ τα ίχνη που άφησα πίσω μου, και αισθάνομαι ικανοποιημένος και υπερήφανος. Καλώς ή κακώς, οι επιτυχίες και οι απογοητεύσεις μου μου ανήκουν.
Ξέρω πως με περιμένει μια καινούρια φάση, όμως, δεν αγνοώ πως θα μπορούσα να αφήσω τη φάση αυτή να με περιμένει εσαεί, χωρίς να νιώθω καθόλου ένοχος. Τίποτα δεν με υποχρεώνει να προχωρήσω, τίποτα άλλο εκτός από την προσωπική μου επιθυμία να συνεχίσω τον δρόμο μου.
Κοιτάζω μπροστά. Το μονοπάτι μου φαίνεται πολύ ελκυστικό. Με βάζει σε πειρασμό. Από την αρχή βλέπω πως είναι γεμάτο με άπειρα χρώματα και καινούρια σχήματα που ερεθίζουν την περιέργειά μου. Η διαίσθησή μου μου λέει ότι πρέπει να είναι επίσης γεμάτο με κινδύνους και δυσκολίες, όμως αυτό δεν με σταματά. Τώρα ξέρω ότι μπορώ να υπολογίσω στα βοηθήματα που διαθέτω. Αυτά θα με βοηθήσουν να αντιμετωπίσω κάθε κίνδυνο και κάθε δυσκολία. Εξάλλου, κατέληξα να μάθω πως είμαι ευάλωτος κι όχι εύθραυστος.
Βυθισμένος στον εσωτερικό μου διάλογο, ούτε που κατάλαβα πως άρχισα ήδη να πορεύομαι αυτόν τον δρόμο. Απολαμβάνω με ηρεμία και γαλήνη το τοπίο. [...]
Ξάφνου, διακρίνω στ' αριστερά μου, σ' ένα μονοπάτι παράλληλο με το δικό μου, σ' ένα ξέφωτο, πως υπάρχει μια άλλη άμαξα που τραβάει τον δικό της δρόμο, αλλά ακολουθώντας την ίδια κατεύθυνση μ΄εμένα. Με ξαφνιάζει η ομορφιά της: το σκούρο ξύλο, τα αστραφτερά μπρούντζινα στολίδια της, οι υπέροχοι τροχοί, η απαλότητα και η αρμονία στα τορνευτά της σχήματα... Καταλαβαίνω πως με έχει εντυπωσιάσει. [...] Περνάει αρκετή ώρα ώσπου να αντιληφθώ ότι η άλλη άμαξα έχει κι αυτή έναν επιβάτη. Δεν είναι ότι πίστευα πως δεν θα είχε επιβάτη, απλώς, δεν τον είχα προσέξει.
Μόλις τώρα τον ανακαλύπτω και τον παρατηρώ. Βλέπω ότι κι εκείνος με κοιτάζει. Για να του δείξω τη χαρά μου του χαμογελώ, κι εκείνος, μέσα από το παράθυρο της άμαξας, με χαιρετάει κουνώντας μου ζωηρά το χέρι. Ανταποδίδω τον χαιρετισμό και παίρνω το θάρρος να ψιθυρίσω ένα δειλό "Γεια...". Κατά έναν μυστήριο τρόπο, ή ίσως όχι και τόσο μυστήριο, με ακούει και μου απαντάει: 
"Γειά σου! Πας προς τα εκεί;"
"Ναι!" απαντώ με πρωτοφανή χαρά. "Πάμε μαζί;"
"Σύμφωνοι..." μου λέει, "πάμε".


Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Αισθάνομαι ευχαριστημένος. Πέρασα όλο τον δρόμο χωρίς ποτέ να συναντήσω έναν συνταξιδιώτη. Νιώθω ευχαριστημένος χωρίς να ξέρω γιατί, και το σπουδαιότερο, χωρίς καμία ιδιαίτερη διάθεση να το μάθω.

Απόσπασμα από το βιβλίο: Ο Δρόμος της Συνάντησης, Χόρχε Μπουκάι