Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

Η Ιστορία του Λεπρού

- Τι δε θες, αδερφέ Φραγκίσκο; Τι μισείς και φοβάσαι πάνω απ' όλα; Με συμπαθάς που σε ρωτώ.
   Ο Φραγκίσκος δίστασε μια στιγμή. Άνοιξε το στόμα του, το 'κλεισε πάλι. Τέλος πήρε απόφαση, μίλησε:
- Νά, δε θέλω τους λεπρούς. Δεν μπορώ να τους δω. Και μόνο που ακούω από μακριά τα κουδουνάκια που φορούν για να τ' ακούν και ν' αλαργαίνουν οι διαβάτες, λιποθυμώ. Συχώρεσέ με, Θεέ μου. Τίποτα στον κόσμο δεν σιχαίνουμαι σαν τους λεπρούς.
   Έφτυσε, ξαφνικά του 'ρθε αναγούλα και ζάλη. Ακούμπησε σ' ένα δέντρο να συνηφέρει.
- Κακή, αδύνατη, κακομοίρα η ψυχή του ανθρώπου, μουρμούρισε. Κακή, αδύνατη, κακομοίρα... Πότε, Κύριε, θα τη λυπηθείς και θα τη σώσεις; [...]

- Φράτε Λεόνε, φώναξε, ξύπνα. Ξημέρωσε.
- Ακόμα είναι σκοτάδι, αδερφέ Φραγκίσκο, αποκρίθηκα νυσταγμένος. Γιατί βιάζεσαι;
- Δε βιάζουμαι εγώ, φράτε Λεόνε. Βιάζεται Αυτός, ο Θεός. Ξύπνα!
  Ανασηκώθηκα:
- Είδες όνειρο;
- Όχι. Όλη τη νύχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Τα ξημερώματα έκλεισα τα μάτια και παρακάλεσα το Θεό: 
" - Πατέρα, άφησέ με να κοιμηθώ. Αργάτης είμαι, αργάτης δικός σου, έκαμα ότι μου παράγγειλες: στερέωσα τον Άι Δαμιανό, χόρεψα κι έγινα μπαίγνιο του κόσμου μέσα στην Ασίζη. Παράτησα τον κύρη μου και τη μάνα μου. Γιατί δεν με αφήνεις να κοιμηθώ; Τι άλλο ζητάς από μένα; Δε φτάνει;
Κι ακούστηκε τότε από πάνω μου, όχι από πάνω μου, από μέσα μου,  μια φωνή άγρια: 
- Όχι δεν φτάνει!"
  
Ορκίζουμαι, φράτε Λεόνε, δεν κοιμόμουν. Δεν ήταν όνειρο. Όλα μπορεί να είναι όνειρο, εσύ κι εγώ κι η σπηλιά ετούτη κι η βροχή. Εκείνη η φωνή όμως δεν ήταν όνειρο.
"-Δεν φτάνει; φώναξα τρομαγμένος. Τι άλλο, το λοιπόν, ζητάς από μένα;
- Σήκω απάνω, ξημέρωσε, έμπα στο δρόμο. Θα σταματήσω για το χατήρι σου τη βροχή. Έμπα στο δρόμο και θ' ακούσεις κουδουνάκια. Είναι ένας λεπρός, εγώ σου τον στέλνω. Πέσε απάνω του, φίλησέ τον, ακούς; Κάνεις πως δεν ακούς γιατί δεν απαντάς;
Δεν βάσταξα πια.
- Δεν είσαι πατέρας, του φώναξα,  δεν αγαπάς τους ανθρώπους. Είσαι ανήλεος και παντοδύναμος και παίζεις μαζί μας. Άκουσες τώρα στο δρόμο που 'λεγα του συντρόφου μου πως δεν μπορώ ν' αγγίξω λεπρό, κι ευθύς θες να με ρίξεις στην αγκαλιά της λέπρας. Δεν υπάρχει λοιπόν άλλος δρόμος, πιο βολικός, να 'ρθει ο κακόμοιρος ο άνθρωπος, Θεέ μου, να σε βρει;
Τα σπλάχνα μου σκίστηκαν. Κάποιος γέλασε μέσα μου.
- Δεν υπάρχει, ακούστηκε σε λίγο η φωνή και κόπηκε απότομα."

Άκουγα ανατριχιάζοντας.
- Και τώρα; είπα και κοίταξα με βαθύ πόνο το Φραγκίσκο που είχε σηκωθεί τρεκλίζοντας και κοίταζε έξω από τη σπηλιά με τρόμο. Δεν άκουσε.
- Και τώρα; ξαναρώτησα. Στράφηκε.
- Τι τώρα; έκαμε μαζεύοντας τα φρύδια. Δεν υπάρχει τώρα. Σήκω να πάμε να τον βρούμε.
- Ποιον;
Χαμήλωσε ο Φραγκίσκος τη φωνή του, ένιωσα όλο το τυραννισμένο κορμί του να τρέμει.
- Το λεπρό... αποκρίθηκε σιγά.
Βγήκαμε από τη σπηλιά. Ξημέρωνε. Η βροχή είχε σταματήσει, τα σύννεφα κατρακυλούσαν απάνω στον ουρανό κι έφευγαν. Θαρρείς κι η πνοή του Θεού τα κυνηγούσε. Από κάθε δεντρόφυλλο κρέμουνταν και λαμπύριζε μια στάλα νερό. Και μέσα στη στάλα το νερό απλώνουνταν αλάκερο το ουρανοδόξαρο.
Πήραμε τη στράτα, κατηφορισαμε κατά τον κάμπο που κοιμόταν ακόμα σκεπασμένος από την πρωινή καταχνιά. Βιάζουνταν.
Ο ήλιος ανέβηκε απάνω από το βουνό, ζεστάθηκε η γης, ζεσταθήκαμε κι εμείς. Ξεκρίναμε κάτω χαμηλά, πίσω από τα πεύκα, μια μεγάλη πολιτεία. [...]
Άξαφνα ο Φραγκίσκος στάθηκε, κατάχλομος. Με άρπαξε από το μπράτσο:
- Ακούς; είπε σιγά.
- Όχι, τι;
- Κουδουνάκια...
Κι ως το 'πε, άκουσα αλήθεια, μακριά ακόμα, από τον κάμπο, κουδουνάκια. Σταθήκαμε κι οι δύο, το κατωσάγουνο του Φραγκίσκου έτρεμε. Τα κουδουνάκια ολοένα ζύγωναν.
- Έρχεται... τραύλισε ο Φραγκίσκος κι ακούμπησε ολοτρέμουλος απάνω μου. Έρχεται...
- Να φύγουμε, να γλυτώσουμε, έκαμα εγώ κι άρπαξα το Φραγκίσκο από τη μέση, να τον σηκώσω να φύγουμε.
- Να πάμε που; Να γλιτώσουμε από το Θεό, πως; Πώς, κακόμοιρε φράτε Λεόνε;
- Ν' αλλάξουμε δρόμο, αδερφέ Φραγκίσκο.
- Στον κάθε δρόμο θα βρούμε κι ένα λεπρό. Θα γεμίσουν, θα δεις, οι στράτες λεπρούς. Ωσότου να πέσουμε στην αγκαλιά τους, ν' αφανιστούν. Ε, λοιπόν, φράτε Λεόνε, δέσε κόμπο την καρδιά σου, πάμε!
Τα κουδουνάκια πια ακούγουνταν κοντά μας, πίσω από τα δέντρα, έφταναν.
- Κάνε κουράγιο, Φραγκίσκο, αδερφέ μου, είπα. Ο Θεός θα σου δώσει τη δύναμη να βαστάξεις.
Μα ο Φραγκίσκος είχε κιόλα πάρει φόρα, έτρεχε. Ο λεπρός είχε προβάλει μέσα από τα δέντρα. Κρατούσε ένα ραβδί γεμάτο κουδούνια και το κουνούσε, να το ακούν και να φεύγουν οι διαβάτες. Έτρεχε ο Φραγκίσκος με τις αγκάλες ανοιχτές, ο λεπρός τον είδε, σταμάτησε. Έσυρε ψιλή φωνή, σα να φοβήθηκε. Σα να 'χε αποκάμει πια και δεν μπορούσε να προχωρήσει, τα γόνατά του λύγιζαν. Ζύγωσα κι εγώ από κοντά, κοίταζα με φρίκη. Η μύτη του λεπρού είχε σαπίσει, κι η μισή είχε πέσει, τα χέρια του ήταν χωρίς δάχτυλα, κούτσουρα, και τα χείλια του μια πληγή κι έτρεχε.
Ο Φραγκίσκος έπεσε απάνω στο λεπρό, τον αγκάλιασε, έσκυψε, τον φίλησε στο στόμα. Κι ύστερα τον σήκωσε στην αγκαλιά του, τον σκέπασε με το ράσο του κι άρχισε να προχωράει αργά, βαριοπατώντας, κατά την πολιτεία. Σίγουρα θα ήταν εκεί κοντά κανένα λεπροκομείο να τον αποθέσει.
Πήγαινε, πήγαινα κι εγώ πίσω του, και τα μάτια μου είχαν βουρκώσει. Βαρύς είναι ο Θεός, βαρύς πολύ, δε λυπάται τους ανθρώπους. Τι ήταν αυτά που μου 'λεγε, τώρα να, ο Φραγκίσκος; Το θέλημα του Θεού είναι τάχα το πιο βαθύ θέλημά μας και δεν το ξέρουμε; Όχι, όχι! Ο Θεός μας λέει: "Τι δεν θές; Αυτό εγώ θέλω! Τι μισείς; Αυτό εγώ αγαπώ. Κάμε ότι δε σου αρέσει. Αυτό αρέσει εμένα!" Και νά, τώρα ο δυστυχισμένος ο Φραγκίσκος φίλησε το λεπρό και τον κουβαλάει στην αγκαλιά του.
Ο ήλιος είχε ανέβει, κόντευε πια μεσούρανα. Άρχισαν οι πρώτες χοντρές ψιχάλες. Η πολιτεία είχε τώρα μεγαλώσει, μια στιγμή μέσα στον ήλιο έλαμψε, οι πύργοι της, οι εκκλησιές, τα σπίτια. Ζυγώναμε.
Κι άξαφνα είδα τον Φραγκίσκο να σταματάει απότομα. Έσκυψε, αναμέρισε το ράσο να ξεσκεπάσει το λεπρό. Κι ολομεμιάς έσυρε φωνή μεγάλη: το ράσο ήταν αδειανό!
Στράφηκε ο Φραγκίσκος και με κοίταξε. Ανοιγόκλεισε το στόμα να μιλήσει, δεν μπόρεσε. Μα το πρόσωπό του έλαμπε. Έκαιγε. Μουστάκια, γένια, μύτες, στόματα, όλα είχαν αφανιστεί μέσα στη φλόγα.
Κυλίστηκε χάμω, ξάπλωσε πίστομα κι άρχισε να φιλάει το χώμα και να κλαίει. Όρθιος εγώ από πάνω του έτρεμα. Δεν ήταν λεπρός, ήταν ο ίδιος ο Χριστός κι είχε κατέβει στη γης λωβιασμένος, να δοκιμάσει το Φραγκίσκο. [...]
Ο Φραγκίσκος άνοιξε τα μάτια, κοίταξε το συννεφιασμένο ουρανό, κοίταξε τη βροχή που έπεφτε αριά και θόλωνε τον αέρα. Χαμήλωσε τα μάτια, με είδε. Δεν μπορούσε ακόμα να μιλήσει. Μου χαμογέλασε. Κι εγώ ευτύς κύλησα κάτω, στη μέση του δρόμου, δίπλα του, και τον φιλούσα και του χάδευα το πρόσωπο με τρυφεράδα, για να μπορέσω να γλυκάνω απάνω του τον κεραυνό του Θεού. Το σώμα του άχνιζε ακόμα.
Πόσην ώρα, πόσες ώρες μείναμε εκεί στη μέση του δρόμου, ξαπλωμένοι, αμίλητοι; Δεν μπορώ να πω. Μα όταν ανασηκωθήκαμε και κοιτάξαμε γύρα μας, ο ήλιος βασίλευε. Είχε έρθει τώρα η μιλιά στο Φραγκίσκο.
- Φράτε Λεόνε, είδες; Κατάλαβες;
- Είδα, αδερφέ Φραγκίσκο, είδα, μα δεν κατάλαβα παρά ετούτο: ο Θεός παίζει μαζί μας.
- Εγώ, φράτε Λεόνε, κατάλαβα ετούτο: όλοι οι λεπροί, οι σακάτες, οι αμαρτωλοί, αν τους φιλήσεις στο στόμα...
Σώπασε. Τρόμαξε να τελέψει το λογισμό του.
- Φώτισέ με, αδερφέ Φραγκίσκο, φώτισέ με, μη με αφήνεις στο σκοτάδι.
Πέρασε κάμποσή ώρα. Τέλος ανατριχιάζοντας:
- Όλοι ετούτοι, μουρμούρισε, αν τους φιλήσεις στο στόμα, συχώρεσέ με, Θεέ μου, γίνουνται Χριστός.

Απόσπασμα από το βιβλίο "Ο Φτωχούλης του Θεού", Ν. Καζαντζάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου