Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Ο Φράχτης

Μια αυλίτσα με φράχτη ήταν τ' όνειρό της, συρμάτινο φράχτη, να χωράει δυο δεντράκια, μερικά λουλούδια, να χωράει εκείνη και την αγάπη της, που την είχε φυλαχτό. Καρφιτσωμένη μονίμως στο εσωτερικό του πουκαμίσου της. Δεν την ένοιαζε τι υπάρχει πέρα απ' αυτό το φράχτη, εκείνης η έγνοια ήταν να ποτίζει τα δεντράκια της, τα λουλούδια της, και την αγάπη της... να της δίνει όλο της τον εαυτό για να μη λιποτακτήσει από πάνω της, να τα έχει όλα ώστε να μη ψάξει πέρα απ' το συρμάτινο φράχτη της αυλίτσας της. Αυτό ήταν τ' όνειρό της... μέχρι τα όρια αυτού του φράχτη.


Μα ξημέρωσε η μέρα που η αγάπη της δραπέτευσε απ' τη χρυσή της φυλακή. Εκείνου η ψυχή δεν άντεχε το βόλεμα, μέρα με τη μέρα κρυφοκοίταζε μέσα απ' τον συρμάτινο φράχτη και λαχταρούσε να βρεθεί απ΄ την άλλη πλευρά. Κοιμόταν και ξυπνούσε μ΄ αυτή τη πληγή, αυτό τ' όνειρο... "Να ζήσω απ'  την άλλη πλευρά", σιγομουρμούριζε μέσα του μια φωνούλα. Μέχρι που η φωνούλα έγινε κραυγή κι έσπασε μέσα του κάθε κλειδαριά που τον κρατούσε δεμένο στην αυλή της με τα δύο δεντράκια και τα λουλούδια της. Κι έφυγε...

Έφυγε η αγάπη της...

Έσβησε τ' όνειρό της, απέμεινε η αυλή άδεια χωρίς την αγάπη της, το πουκάμισό της τσαλακωμένο απ' την φυγή. Ελαφρυά χωρίς το φυλαχτό της, είχε λατρέψει τόσο αυτό το βάρος πάνω στο ρούχο της. Κι έκλαιγε και θρηνούσε γιατί νερό περίσσευε και τό 'ριχνε στη γη να μεγαλώσει το χορτάρι. Και περπατούσε με μια ορθάνοιχτή πληγή, σαν να είχε χάσει ένα κομμάτι από το σώμα της. Πονούσε πονούσε όλη της η ύπαρξη. Πέθανε τ' όνειρό της...

Κι αυτός ο συρμάτινος φράχτης, πόσο κακία του κρατούσε που επέτρεψε τη φυγή. 

Πένθησε τ' όνειρό της, έκλαψε ώσπου στέρεψε, βλασφήμισε τον φράχτη ώσπου τον λυπήθηκε και τον συγχώρεσε. Πένθησαν μαζί της τα δύο δεντράκια και τα λουλούδια της, φόρεσαν το χρώμα της για να μη νοιώθει ξένη. Ένοιωσε άδεια σαν να είχε στερέψει η πηγή της. Κοίταζε παγωμένα το συρμάτινο φράχτη, τον παρατηρούσε. Ασημένιος, όμορφα πλεγμένος, τέλεια σχηματοποιημένος. Μετρούσε τα εξάγωνά του κάθε μέρα, κι όλα ήταν εκεί, δεν έλειπε κανένα. 

Ώσπου μια μέρα έλειπε ένα, την επόμενη έλειπαν δύο. Η γη άρχισε να ζωντανεύει. Τα δυο δεντράκια της και τα λουλούδια πέταξαν τη μουντάδα. Πανικοβλήθηκε. Το όριό της χάνονταν σιγά σιγά. Το μέτρημά της κρατούσε πιο λίγο. Τα τέλεια εξάγωνα χάνονταν στον ουρανό. Μεταμορφώνονταν σε πουλιά και σκορπούσαν σε όλη τη γη, μέχρι που δεν έμεινε κανένα. Τρόμαξε. Ήρθε αντιμέτωπη με την άλλη πλευρά. Χαμογέλασε διστακτικά. Το άγνωστο της έκλεισε πειραχτικά το μάτι. Πήρε βαθιά ανάσα κι έκανε ένα βήμα και μετά κι άλλο. "Έχει κι άλλα μέρη να δω, έχω κι άλλα όνειρα να κάνω", τραγούδησε η φωνή μέσα της. Ξεκίνησε γι' άλλους προορισμούς, έχοντας μάθει πια...  Δεν υπάρχουν φράχτες μόνο ταξιδιάρικα πουλιά.





©Κρυσταλένια©

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου