Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ν. Καζαντζάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ν. Καζαντζάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

Η Ιστορία του Λεπρού

- Τι δε θες, αδερφέ Φραγκίσκο; Τι μισείς και φοβάσαι πάνω απ' όλα; Με συμπαθάς που σε ρωτώ.
   Ο Φραγκίσκος δίστασε μια στιγμή. Άνοιξε το στόμα του, το 'κλεισε πάλι. Τέλος πήρε απόφαση, μίλησε:
- Νά, δε θέλω τους λεπρούς. Δεν μπορώ να τους δω. Και μόνο που ακούω από μακριά τα κουδουνάκια που φορούν για να τ' ακούν και ν' αλαργαίνουν οι διαβάτες, λιποθυμώ. Συχώρεσέ με, Θεέ μου. Τίποτα στον κόσμο δεν σιχαίνουμαι σαν τους λεπρούς.
   Έφτυσε, ξαφνικά του 'ρθε αναγούλα και ζάλη. Ακούμπησε σ' ένα δέντρο να συνηφέρει.
- Κακή, αδύνατη, κακομοίρα η ψυχή του ανθρώπου, μουρμούρισε. Κακή, αδύνατη, κακομοίρα... Πότε, Κύριε, θα τη λυπηθείς και θα τη σώσεις; [...]

- Φράτε Λεόνε, φώναξε, ξύπνα. Ξημέρωσε.
- Ακόμα είναι σκοτάδι, αδερφέ Φραγκίσκο, αποκρίθηκα νυσταγμένος. Γιατί βιάζεσαι;
- Δε βιάζουμαι εγώ, φράτε Λεόνε. Βιάζεται Αυτός, ο Θεός. Ξύπνα!
  Ανασηκώθηκα:
- Είδες όνειρο;
- Όχι. Όλη τη νύχτα δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Τα ξημερώματα έκλεισα τα μάτια και παρακάλεσα το Θεό: 
" - Πατέρα, άφησέ με να κοιμηθώ. Αργάτης είμαι, αργάτης δικός σου, έκαμα ότι μου παράγγειλες: στερέωσα τον Άι Δαμιανό, χόρεψα κι έγινα μπαίγνιο του κόσμου μέσα στην Ασίζη. Παράτησα τον κύρη μου και τη μάνα μου. Γιατί δεν με αφήνεις να κοιμηθώ; Τι άλλο ζητάς από μένα; Δε φτάνει;
Κι ακούστηκε τότε από πάνω μου, όχι από πάνω μου, από μέσα μου,  μια φωνή άγρια: 
- Όχι δεν φτάνει!"
  
Ορκίζουμαι, φράτε Λεόνε, δεν κοιμόμουν. Δεν ήταν όνειρο. Όλα μπορεί να είναι όνειρο, εσύ κι εγώ κι η σπηλιά ετούτη κι η βροχή. Εκείνη η φωνή όμως δεν ήταν όνειρο.
"-Δεν φτάνει; φώναξα τρομαγμένος. Τι άλλο, το λοιπόν, ζητάς από μένα;
- Σήκω απάνω, ξημέρωσε, έμπα στο δρόμο. Θα σταματήσω για το χατήρι σου τη βροχή. Έμπα στο δρόμο και θ' ακούσεις κουδουνάκια. Είναι ένας λεπρός, εγώ σου τον στέλνω. Πέσε απάνω του, φίλησέ τον, ακούς; Κάνεις πως δεν ακούς γιατί δεν απαντάς;
Δεν βάσταξα πια.
- Δεν είσαι πατέρας, του φώναξα,  δεν αγαπάς τους ανθρώπους. Είσαι ανήλεος και παντοδύναμος και παίζεις μαζί μας. Άκουσες τώρα στο δρόμο που 'λεγα του συντρόφου μου πως δεν μπορώ ν' αγγίξω λεπρό, κι ευθύς θες να με ρίξεις στην αγκαλιά της λέπρας. Δεν υπάρχει λοιπόν άλλος δρόμος, πιο βολικός, να 'ρθει ο κακόμοιρος ο άνθρωπος, Θεέ μου, να σε βρει;
Τα σπλάχνα μου σκίστηκαν. Κάποιος γέλασε μέσα μου.
- Δεν υπάρχει, ακούστηκε σε λίγο η φωνή και κόπηκε απότομα."

Άκουγα ανατριχιάζοντας.
- Και τώρα; είπα και κοίταξα με βαθύ πόνο το Φραγκίσκο που είχε σηκωθεί τρεκλίζοντας και κοίταζε έξω από τη σπηλιά με τρόμο. Δεν άκουσε.
- Και τώρα; ξαναρώτησα. Στράφηκε.
- Τι τώρα; έκαμε μαζεύοντας τα φρύδια. Δεν υπάρχει τώρα. Σήκω να πάμε να τον βρούμε.
- Ποιον;
Χαμήλωσε ο Φραγκίσκος τη φωνή του, ένιωσα όλο το τυραννισμένο κορμί του να τρέμει.
- Το λεπρό... αποκρίθηκε σιγά.
Βγήκαμε από τη σπηλιά. Ξημέρωνε. Η βροχή είχε σταματήσει, τα σύννεφα κατρακυλούσαν απάνω στον ουρανό κι έφευγαν. Θαρρείς κι η πνοή του Θεού τα κυνηγούσε. Από κάθε δεντρόφυλλο κρέμουνταν και λαμπύριζε μια στάλα νερό. Και μέσα στη στάλα το νερό απλώνουνταν αλάκερο το ουρανοδόξαρο.
Πήραμε τη στράτα, κατηφορισαμε κατά τον κάμπο που κοιμόταν ακόμα σκεπασμένος από την πρωινή καταχνιά. Βιάζουνταν.
Ο ήλιος ανέβηκε απάνω από το βουνό, ζεστάθηκε η γης, ζεσταθήκαμε κι εμείς. Ξεκρίναμε κάτω χαμηλά, πίσω από τα πεύκα, μια μεγάλη πολιτεία. [...]
Άξαφνα ο Φραγκίσκος στάθηκε, κατάχλομος. Με άρπαξε από το μπράτσο:
- Ακούς; είπε σιγά.
- Όχι, τι;
- Κουδουνάκια...
Κι ως το 'πε, άκουσα αλήθεια, μακριά ακόμα, από τον κάμπο, κουδουνάκια. Σταθήκαμε κι οι δύο, το κατωσάγουνο του Φραγκίσκου έτρεμε. Τα κουδουνάκια ολοένα ζύγωναν.
- Έρχεται... τραύλισε ο Φραγκίσκος κι ακούμπησε ολοτρέμουλος απάνω μου. Έρχεται...
- Να φύγουμε, να γλυτώσουμε, έκαμα εγώ κι άρπαξα το Φραγκίσκο από τη μέση, να τον σηκώσω να φύγουμε.
- Να πάμε που; Να γλιτώσουμε από το Θεό, πως; Πώς, κακόμοιρε φράτε Λεόνε;
- Ν' αλλάξουμε δρόμο, αδερφέ Φραγκίσκο.
- Στον κάθε δρόμο θα βρούμε κι ένα λεπρό. Θα γεμίσουν, θα δεις, οι στράτες λεπρούς. Ωσότου να πέσουμε στην αγκαλιά τους, ν' αφανιστούν. Ε, λοιπόν, φράτε Λεόνε, δέσε κόμπο την καρδιά σου, πάμε!
Τα κουδουνάκια πια ακούγουνταν κοντά μας, πίσω από τα δέντρα, έφταναν.
- Κάνε κουράγιο, Φραγκίσκο, αδερφέ μου, είπα. Ο Θεός θα σου δώσει τη δύναμη να βαστάξεις.
Μα ο Φραγκίσκος είχε κιόλα πάρει φόρα, έτρεχε. Ο λεπρός είχε προβάλει μέσα από τα δέντρα. Κρατούσε ένα ραβδί γεμάτο κουδούνια και το κουνούσε, να το ακούν και να φεύγουν οι διαβάτες. Έτρεχε ο Φραγκίσκος με τις αγκάλες ανοιχτές, ο λεπρός τον είδε, σταμάτησε. Έσυρε ψιλή φωνή, σα να φοβήθηκε. Σα να 'χε αποκάμει πια και δεν μπορούσε να προχωρήσει, τα γόνατά του λύγιζαν. Ζύγωσα κι εγώ από κοντά, κοίταζα με φρίκη. Η μύτη του λεπρού είχε σαπίσει, κι η μισή είχε πέσει, τα χέρια του ήταν χωρίς δάχτυλα, κούτσουρα, και τα χείλια του μια πληγή κι έτρεχε.
Ο Φραγκίσκος έπεσε απάνω στο λεπρό, τον αγκάλιασε, έσκυψε, τον φίλησε στο στόμα. Κι ύστερα τον σήκωσε στην αγκαλιά του, τον σκέπασε με το ράσο του κι άρχισε να προχωράει αργά, βαριοπατώντας, κατά την πολιτεία. Σίγουρα θα ήταν εκεί κοντά κανένα λεπροκομείο να τον αποθέσει.
Πήγαινε, πήγαινα κι εγώ πίσω του, και τα μάτια μου είχαν βουρκώσει. Βαρύς είναι ο Θεός, βαρύς πολύ, δε λυπάται τους ανθρώπους. Τι ήταν αυτά που μου 'λεγε, τώρα να, ο Φραγκίσκος; Το θέλημα του Θεού είναι τάχα το πιο βαθύ θέλημά μας και δεν το ξέρουμε; Όχι, όχι! Ο Θεός μας λέει: "Τι δεν θές; Αυτό εγώ θέλω! Τι μισείς; Αυτό εγώ αγαπώ. Κάμε ότι δε σου αρέσει. Αυτό αρέσει εμένα!" Και νά, τώρα ο δυστυχισμένος ο Φραγκίσκος φίλησε το λεπρό και τον κουβαλάει στην αγκαλιά του.
Ο ήλιος είχε ανέβει, κόντευε πια μεσούρανα. Άρχισαν οι πρώτες χοντρές ψιχάλες. Η πολιτεία είχε τώρα μεγαλώσει, μια στιγμή μέσα στον ήλιο έλαμψε, οι πύργοι της, οι εκκλησιές, τα σπίτια. Ζυγώναμε.
Κι άξαφνα είδα τον Φραγκίσκο να σταματάει απότομα. Έσκυψε, αναμέρισε το ράσο να ξεσκεπάσει το λεπρό. Κι ολομεμιάς έσυρε φωνή μεγάλη: το ράσο ήταν αδειανό!
Στράφηκε ο Φραγκίσκος και με κοίταξε. Ανοιγόκλεισε το στόμα να μιλήσει, δεν μπόρεσε. Μα το πρόσωπό του έλαμπε. Έκαιγε. Μουστάκια, γένια, μύτες, στόματα, όλα είχαν αφανιστεί μέσα στη φλόγα.
Κυλίστηκε χάμω, ξάπλωσε πίστομα κι άρχισε να φιλάει το χώμα και να κλαίει. Όρθιος εγώ από πάνω του έτρεμα. Δεν ήταν λεπρός, ήταν ο ίδιος ο Χριστός κι είχε κατέβει στη γης λωβιασμένος, να δοκιμάσει το Φραγκίσκο. [...]
Ο Φραγκίσκος άνοιξε τα μάτια, κοίταξε το συννεφιασμένο ουρανό, κοίταξε τη βροχή που έπεφτε αριά και θόλωνε τον αέρα. Χαμήλωσε τα μάτια, με είδε. Δεν μπορούσε ακόμα να μιλήσει. Μου χαμογέλασε. Κι εγώ ευτύς κύλησα κάτω, στη μέση του δρόμου, δίπλα του, και τον φιλούσα και του χάδευα το πρόσωπο με τρυφεράδα, για να μπορέσω να γλυκάνω απάνω του τον κεραυνό του Θεού. Το σώμα του άχνιζε ακόμα.
Πόσην ώρα, πόσες ώρες μείναμε εκεί στη μέση του δρόμου, ξαπλωμένοι, αμίλητοι; Δεν μπορώ να πω. Μα όταν ανασηκωθήκαμε και κοιτάξαμε γύρα μας, ο ήλιος βασίλευε. Είχε έρθει τώρα η μιλιά στο Φραγκίσκο.
- Φράτε Λεόνε, είδες; Κατάλαβες;
- Είδα, αδερφέ Φραγκίσκο, είδα, μα δεν κατάλαβα παρά ετούτο: ο Θεός παίζει μαζί μας.
- Εγώ, φράτε Λεόνε, κατάλαβα ετούτο: όλοι οι λεπροί, οι σακάτες, οι αμαρτωλοί, αν τους φιλήσεις στο στόμα...
Σώπασε. Τρόμαξε να τελέψει το λογισμό του.
- Φώτισέ με, αδερφέ Φραγκίσκο, φώτισέ με, μη με αφήνεις στο σκοτάδι.
Πέρασε κάμποσή ώρα. Τέλος ανατριχιάζοντας:
- Όλοι ετούτοι, μουρμούρισε, αν τους φιλήσεις στο στόμα, συχώρεσέ με, Θεέ μου, γίνουνται Χριστός.

Απόσπασμα από το βιβλίο "Ο Φτωχούλης του Θεού", Ν. Καζαντζάκης

Τρίτη 28 Μαρτίου 2017

Γιαπωνέζικο Τραγούδι, Ν. Καζαντζάκης

- Μπα, φίλε μου Κουγέ Σαν! 
Δεν το ξέρετε πώς δεν κάνουμε άλλο ταξίδι παρά γύρω στην ψυχή μας; Το πολύ-πολύ, μέσα στην ψυχή μας. Δε βρίσκουμε στην άλλη άκρη του κόσμου, στις πιο εξωτικές χώρες, παρά την ίδια μας την εικόνα. Γιατί, απ' όλα τα καινούρια πράματα που ξεχειλίζουν μες στα μάτια και στο νου μας, διαλέγουμε άθελά μας εκείνα που αποκρίνουνται καλύτερα στις ανάγκες και στις περιέργειες του πάντα συμφεροντολόγου και στενόμυαλου είναι μας.

-Βλέπετε Κουγέ Σαν φίλε μου, δε χωρίζω τους ανθρώπους σ' ενάρετους κι αμαρτωλούς, μήτε σε δυνατούς κι αδύνατους, όμορφους και άσκημους, έξυπνους και κουτούς, παρά σε ζεστούς και σε κρύους. Όλοι οι ζεστοί μπαίνουν στο δικό μου παράδεισο, όλοι οι κρύοι στη δική μου κόλαση. Ο ζεστός ταξιδευτής δημιουργεί τη χώρα που διαβαίνει. Και τη δημιουργεί, φυσικά, κατ' εικόνα και ομοίωσή του. Ιδού γιατί, φεύγοντας από την πατρίδα σας, δεν πήρα μαζί μου παρά τον εαυτό μου.

Plum Tree Blossoms Painting by Robert Hedden


Μου μάθατε μια μέρα ένα παλιό γιαπωνέζικο τραγούδι. Όλα όσα είπα τώρα-δα, τα εκφράζει με ακρίβεια και χάρη γιαπωνέζικες; Το θυμάστε;

Σ' ένα μικρό κλαρί δαμασκηνιάς,
σ' ένα μικρό κλαρί δαμασκηνιάς, το αηδόνι
νειρεύτηκε πώς ήταν νύχτα και χιόνιζε.
Και στα βουνά και στους κάμπους, αλήθεια,
δεν έβλεπες παρά χιόνι που έπεφτε,έπεφτε,
δεν έβλεπες παρά χιόνι...
Μιαν άλλη νύχτα το αηδόνι νειρεύτηκε
πώς τα κλαριά της δαμασκηνιάς όπου κάθονταν
πετούσαν λουλούδια.
Και στα βουνά και στον κάμπο, αλήθεια,
δεν έβλεπες παρά δαμασκηνιές που ανθούσαν,
και πέφταν, πέφταν οι ανθοί,
οι ανθοί της δαμασκηνιάς στο χώμα...

Απόσπασμα από το βιβλίο: Ο Βραχόκηπος, Ν. Καζαντζάκης 

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2015

Γολγοθάς και Σταύρωση, Ν. Καζαντζάκης

Ανέβαιναν, ανέβαιναν το Γολγοθά, πήγαινε μπροστά ο Χριστός και λύγιζε από το βάρος του σταυρού. Πολλά βαρύς, μαθές, ο σταυρός, απάνω του είχαν κρεμαστεί οι αμαρτίες του κόσμου. Ανέβαιναν, ανέβαιναν, και πίσω η Παρθένα Μαρία στηθοδέρνουνταν και μοιρολογιούνταν: "Που πας, γαϊτάνι, να κρυφτείς και, γκόλφι, ν' αραχνιάσεις...". Κι άλλες χιλιάδες, χιλιάδες γυναίκες θρηνούσαν πίσω από τη Μάνα, όλου του κόσμου οι μανάδες, και χιλιάδες χιλιάδες μάτια που έκλαιγαν και στόματα που βογκούσαν και χέρια που σηκώνουνταν στον ουρανό κι έγνεφαν στους αγγέλους να κατέβουν. Κι άξαφνα σιωπή μεγάλη, και μια φωνή σπαραχτικιά βγήκε από το σπλάχνο της γης: "Μη κλαις, άγια Δέσποινα, κάνε κουράγιο. Κάνε κουράγιο, άγια Δέσποινα, να κάμει κουράγιο κι ο κόσμος".


Ανάβαση στο Γολγοθά, Bartolome Esteban Murillo

 

Σήκωσαν τα σφυριά οι καταραμένοι γύφτοι, τρία καρφιά τους είχαν παραγγείλει, πέντε έφτιασαν οι θεοκατάρατοι, κι άρχισαν να καρφώνουν το Χριστό. Στο πρώτο χτύπο, ο θόλος τ' ουρανού σείστηκε. Στον δεύτερο χτύπο, άγγελοι κατέβηκαν από τον ουρανό και κρατούσαν χρυσά λαγήνια ανθόνερο να πλύνουν τις πληγές και σεντόνια καθαρά κι αρώματα. Στον τρίτο χτύπο, η Παναγιά λυποθύμησε, και μαζί της λιποθύμησε κι ο κόσμος και γίνηκε σκοτάδι...

Crucifixion, Paolo Veronese 

 
Αδερφοφάδες, Νίκος Καζαντζάκης  σελ. 161-162

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Ο Αγωνιζόμενος

    Όλη η Γης σήμερα είναι μια Πομπηία, λίγη ώρα πριν από την έκρηξη. Τι χρησιμεύει μια τέτοια Γης με τις άθλιες γυναίκες, με τους άπιστους άντρες, με τις φάμπρικες και τις αρώστιες; Γιατί να ζούνε όλοι ετούτοι οι έξυπνοι έμποροι, γιατί να μεγαλώνουν όλα ετούτα τα πολυχαδεμένα παιδιά και να καθίσουν κι αυτά στη θέση που κάθουνταν κι οι γονέοι τους, στις ταβέρνες, στα θέατρα, στα πορνεία; Όλη ετούτη η ύλη εμποδίζει το πνέμα να περάσει. Ό,τι πνέμα είχαν οι γενεές ετούτες, το ξόδεψαν δημιουργώντας ένα μεγάλο πολιτισμό -ιδέες, ζωγραφιές, μουσική, επιστήμη, πράξη. Τώρα ξεθύμαναν. Έφτασε η στερνή μορφή του χρέους τους: ν' αφανιστούν. Ας έρθουν οι βάρβαροι ν' ανοίξουν καινούρια κοίτη στο πνέμα.
    Τα πλήθη, που υποφέρουν και πεινούν, χιμούν στο στρωμένο τραπέζι, όπου οι αφεντάδες κάθουνται ναρκωμένοι, δυσκίνητοι από το βαρύ φαγοπότι. Ιερή στιγμή! Οι αφεντάδες γρικούν ξάφνου τη βουή και στρέφουνται να δουν. Στην αρχή γελούν, σε λίγο χλωμιάζουν, τεντώνουν ανήσυχοι το λαιμό και διακρίνουν - οι δούλοι τους, οι εργάτες, οι κολίγοι, οι παραμάνες, οι μαγέρισσες, οι δούλες κάνουν έφοδο. Ιερή στιγμή! Οι μεγαλύτεροι άθλοι στη σκέψη, στην τέχνη, στην πράξη, γεννήθηκαν στο ορμητικό τούτο ανηφόρισμα του ανθρώπου.
    Ένας Αγωνιζόμενος ανηφορίζει από την ύλη στα φυτά, από τα φυτά στα ζώα, από τα ζώα στους ανθρώπους και μάχεται για λευτεριά. Σε κάθε κρίσιμη εποχή ο Αγωνιζόμενος ετούτος παίρνει νέο πρόσωπο, όχι πρόσωπο, προσωπείο, γιατί πάντα, πίσω απ' όλες τις μάσκες που παίρνει, είναι ο ίδιος. Σήμερα το πρόσωπό του είναι ετούτο: Αρχηγός στις αρίφνητες μάζες που κάνουν έξοδο κι ανεβαίνουν. Ετούτη είναι η μεγάλη Κραυγή του καιρού μας.

Νίκος Καζαντζάκης, Αδερφοφάδες σελ. 92

Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

Αιώνιος νόμος, Ν. Καζαντζάκης

Θυμήθηκα, είχα ξεκολλήσει κάποτε από τον κορμό μιας ελιάς μια χρυσαλλίδα και την είχα απιθώσει στην απαλάμη μου. Μέσα από το διάφανο τσόφλι της διέκρινα ένα πράμα ζωντανό να σαλεύει, η μυστική κατεργασία θα βρίσκουνταν πια στο τέρμα κι η μελλούμενη, σκλαβωμένη ακόμα πεταλούδα περίμενε σιγοτρεμάμενη νά 'ρθει η άγια ώρα να προβάλει στον ήλιο. Δε βιάζουνταν, είχε εμπιστοσύνη στο φως, στο χλιαρόν αέρα, στον αιώνιο νόμου του Θεού και περίμενε.

Μα εγώ βιάζουμουν. Ήθελα μιαν ώρα αρχύτερα να δω να ξεπουλιάζει μπροστά μου το θάμα, πως τινάζεται από το μνήμα της και από το σάβανό της η σάρκα και γίνεται ψυχή. Έσκυψα κι άρχισα να φυσώ απάνω της τη ζεστή μου ανάσα. Και να, σε λίγο, μια σκισμάδα χαράχτηκε στη ράχη της χρυσαλλίδας, σιγά σιγά σκίστηκε από πάνω εώς κάτω αλάκερο το σάβανο και φάνηκε, σφιχτομανταλωμένη ακόμα, με στρουφιγμένα τα φτερά, με τα πόδια κολλημένα στην κοιλιά, καταπράσινη, η αμέστωτη πεταλούδα. Σπαρτάριζε αλαφριά κι ολοένα ζωντάνευε κάτω από την επίμονη ζεστή μου ανάσα. Το ένα φτερό ξεκόρμισε, χλωρό σαν μπουμπουκιασμένο φύλλο λεύκας κι άρχισε να σπαρταράει και ν' αγωνίζεται να ξετυλιχτεί ως πέρα αλάκερο, μα του κάκου. Έμενε μισάνοιχτο και ζαρωμένο. Σε λίγο κουνήθηκε και το άλλο φτερό, μόχτησε κι αυτο να τεντωθεί, δεν μπόρεσε και στάθηκε μισοξετυλιγμένο κι έτρεμε. Κι εγώ, με την αναίδεια του ανθρώπου, σκυμμένος φυσούσα απάνω τους το ζεστόν αχνό μου, μα τα μισερωμένα φτερά είχαν τώρα ακινητήσει κι είχαν γείρει μαραμένα.

Η καρδιά μου πιάστηκε. Από τη βιάση μου, αποτολμώντας να παραβώ ένα αιώνιο νόμο, σκότωσα τη πεταλούδα. Στην απαλάμη μου κρατούσα ένα κουφάρι. Χρόνια και χρόνια πέρασαν, μα από τότε, το αλαφρό ετούτο κουφάρι της πεταλούδας βαραίνει τη συνείδηση μου.

Ο άνθρωπος βιάζεται, ο Θεός δεν βιάζεται, γι' αυτό και τα έργα του ανθρώπου είναι αβέβαια και μισερά και του Θεού αψεγάδιαστα και σίγουρα. Τα μάτια μου βούρκωσαν, κι ορκίστηκα ποτέ πια να μην παραβώ τον αιώνιο τούτον νόμο, σαν το δέντρο να βρέχουμαι, να λιάζουμαι, να με δέρνει ο άνεμος και να περιμένω μ' εμπιστοσύνη. Θα 'ρθει η μακροπόθητη ώρα του ανθού και του καρπού.

Απόσπασμα απ' το βιβλίο: "Αναφορά στον Γκρέκο", Ν. Καζαντζάκης

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Σάρκα και Πνέμα

    Κοίταζα στο γλυκό φως του καντηλιού την ασκητικιάν αντρίκεια μορφή του Χριστού, ξέκρινα τα κοντυλένια χέρια του που κρατούσαν σφιχτά τον κόσμο και δεν τον άφηναν να πέσει στο χάος κι ήξερα πως, απάνω στη γης, όσο ζούμε, τούτος δεν είναι το λιμάνι όπου αράζεις, είναι το λιμάνι απ' όπου ξεκινάς, ξανοίγεσαι σε άγρια τρικυμισμένη θάλασσα και μάχεσαι ολοζωής ν' αράξεις στο Θεό. Δεν είναι ο Χριστός το τέλος, είναι η αρχή. Δεν είναι το “Καλώς όρισες!” είναι το “Καλό ταξίδι!”. Δεν κάθεται αναπαμένος σε μαλακά σύννεφα, θαλασσοδέρνεται κι αυτός μαζί μας, με τα μάτια στηλωμένα ψηλά στο βορράστρι και κρατάει το τιμόνι. Γι' αυτό μου αρέσει, γι' αυτό θα πάω μαζί του.
    Ότι απάνω απ' όλα με γοήτευε και μού 'δινε κουράγιο ήταν πως ο άνθρωπος που βρίσκουνταν μέσα στο Χριστό ξεκίνησε, με τί παλικαριά κι αγώνα, με πόση παράφορη ελπίδα, να φτάσει στο Θεό, να σμίξει μαζί του, να γίνουν αξεδιάλυτα ένα. Άλλος δρόμος να φτάσεις στο Θεό δεν υπάρχει. Ετούτος μονάχα. Να μάχεσαι, ακολουθώντας τα αιματωμένα χνάρια του Χριστού, να μετουσιώνεις τον άνθρωπο μέσα σου, να γίνει πνέμα, να σμίξει με το Θεό.
    Η δυαδική αυτή υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα πάντα βαθύ ανεξερεύνητο μυστήριο. Η λαχτάρα, η τόσο ανθρώπινη, η τόσο υπεράνθρωπη, να φτάσει ο άνθρωπος ως το Θεό – ή, πιο σωστά: να επιστρέψει ο άνθρωπος στο Θεό και να ταυτιστεί μαζί του. Η νοσταλγία αυτή, η τόσο μυστική και συνάμα τόσο πραγματική, άνοιγε μέσα μου πληγές και πηγές μεγάλες.
    Από τη νεότητά μου, η πρωταρχική αγωνία μου, απ' όπου πήγαζαν όλες μου οι χαρές κι όλες μου οι πίκρες, ήταν τούτη: η ακατάπαυστη ανήλεη πάλη ανάμεσα στο πνέμα και στη σάρκα.
   Μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες σκοτεινές δυνάμεις του Πονηρού. Μέσα μου παμπάλαιες ανθρώπινες και προανθρώπινες δυνάμεις του Θεού. Κι η ψυχή μου ήταν η παλαίστρα όπου οι δύο ετούτοι στρατοί χτυπιούνταν κι έσμιγαν.
    Αγωνία μεγάλη. Αγαπούσα το σώμα μου και δεν ήθελα να χαθεί. Αγαπούσα την ψυχή μου και δεν ήθελα να ξεπέσει. Μάχουμουν να φιλιώσω τις δύο αυτές αντίδρομες κοσμογονικές δυνάμεις, να νιώσουν πως δεν είναι οχτροί, είναι συνεργάτες, και να χαρούν, να χαρώ κι εγώ μαζί τους, την αρμονία.
    Κάθε άνθρωπος είναι θεάνθρωπος, σάρκα και πνέμα. Νά γιατί το μυστήριο του Χριστού δεν είναι μονάχα μυστήριο μιας ορισμένης θρησκείας, είναι πανανθρώπινο. Σε κάθε άνθρωπο ξεσπάει η πάλη Θεού κι ανθρώπου και συνάμα η λαχτάρα της φίλιωσης. Τις περισσότερες φορές η πάλη αυτή είναι ασύνειδη, βαστάει λίγο, δεν αντέχει μια αδύνατη ψυχή ν' αντιστέκεται καιρό πολύ στην σάρκα. Βαραίνει, γίνεται κι αυτή σάρκα, κι ο αγώνας παίρνει τέλος. Μα στους υπεύθυνους ανθρώπους που έχουν μερόνυχτα καρφωμένα τα μάτια τους στο ανώτατο Χρέος, η πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνέμα ξεσπάει χωρίς έλεος και μπορεί να βαστάξει ως το θάνατο.
    Όσο πιο δυνατή η ψυχή κι η σάρκα, τόσο κι η πάλη πιο γόνιμη κι η τελική αρμονία πιο πλούσια. Δεν αγαπάει ο Θεός τις αδύναμες ψυχές και τις πλαδαρές σάρκες. Το πνέμα θέλει να παλέψει με δυνατή, γεμάτη αντίσταση σάρκα. Είναι πουλί σαρκοβόρο, που ακατάπαυτα πεινάει, τρώει σάρκα και την εξαφανίζει αφομοιώνοντάς τη.
   Πάλη ανάμεσα στη σάρκα και στο πνέμα, ανταρσία κι αντίσταση, φίλιωση κι υποταγή, και τέλος, ανώτατος σκοπός της πάλης, η ένωση με το Θεό, να ο ανήφορος που πήρε ο Χριστός και μας καλεί να πάρουμε κι εμείς, ακολουθώντας τα αιματωμένα του αχνάρια.

 
Απόσπασμα απ' το βιβλίο "Αναφορά στον Γκρέκο", Ν. Καζαντζάκης

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Ο Σκοπός της Ζωής;

Έρχεται στη ζωή του ανθρώπου, ψιθυριστά, σχεδόν αθόρυβα, εκείνο το κύμα που σκάει με ορμή στη παραλιακή ψυχή του. Απλώνεται με πείνα σε όλη την έκτασή της, βυθίζεται στ' άπατα πηγάδια της, γκρεμίζει τοίχους και στέγες και τα καταπίνει αχόρταγα καθώς αποσύρεται. Αφήνοντας πίσω μόνο γύμνια. Τίποτα. Μηδέν.

"Ακατάστατες, ακαταστάλαχτες χόχλαζαν μέσα μου πνεματικές ανταρσίες και ψυχικές αναταραχές, δεν ήξερα τι θα κανα, ήθελα πρώτα να βρω μιαν απάντηση, την απάντησή μου, στα παμπάλαια ρωτήματα κι ύστερα ν' αποφασίσω τι θ' απογίνω. Αν δεν βρω πρωτύτερα, έλεγα, ποιος είναι ο σκοπός της ζωής απάνω στη γης, πως θα μπορέσω να βρω ποιος είναι ο σκοπός και της μικρής μου εφήμερης ζωής; Κι αν δεν δώσω ένα σκοπό στη ζωή μου, πως θα μπορέσω να μπω στην πράξη; Και δεν μ' ένοιαζε να βρω -μάντευα πως αυτό ήταν αδύνατο και μάταιο- ποιός αντικειμενικά είναι ο σκοπός της ζωής, παρά ποιος είναι ο σκοπός που εγώ, από δικού μου, της δίνω, σύμφωνα με τις ψυχικές και πνεματικές μου ανάγκες. Αν αυτός είναι αληθινά ο σκοπός ή όχι, δεν είχε τότε για μένα μεγάλη σημασία. Σημασία είχε να βρω, να δημιουργήσω ένα σκοπό που να 'ναι σύμφωνος με μένα, κι έτσι, ακολουθώντας τον, να ξετυλίξω στο έπακρο τις εδικές μου λαχτάρες κι ικανότητες. Γιατί θα συνεργάζουμουν αρμονικά πια με το σύνολο."
                                                                                      Ν. Καζαντζάκης 

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Όλα έχουν ένα κρυφό νόημα στον κόσμο ετούτον, Ν. Καζαντζάκης αποσπάσματα


  • Όλα έχουν ένα κρυφό νόημα στον κόσμο ετούτον συλλογίστηκα. Όλα, άνθρωποι, ζώα, δέντρα, άστρα, είναι ιερογλυφικά, και χαρά σ' εκείνον, αλίμονο σ' εκείνον, που αρχίζει να τα συλλαβίζει και να μαντεύει τι λένε... Τη στιγμή που τα βλέπεις δεν καταλαβαίνεις, θαρρείς πως είναι άνθρωποι, ζώα, δέντρα, άστρα, μονάχα ύστερα από χρόνια, πολύ αργά, μπαίνεις στο νόημα.

  • Άσε τους ανθρώπους ήσυχους αφεντικό, μην τους ανοίγεις τα μάτια. αν τους τ' ανοίξεις τι θα δουν; Την κακή τους και την ψυχρή! Ασ' τα λοιπόν κλειστά να ονειρεύονται. Σώπασε μια στιγμή, έξυσε το κεφάλι, συλλογίζουνταν.-Εξόν, έκαμε τέλος, εξόν... -Τι; για να δούμε; -Εξόν αν, όταν θ' ανοίξουν τα μάτια τους, έχεις να τους δείξεις έναν κόσμο καλύτερο... Έχεις;


  • Ήμουν ευτυχής και το' ξερα. Όσο ζούμε μιαν ευτυχία, δύσκολα τη νιώθουμε. Μονάχα όταν περάσει και κοιτάξουμε πίσω μας, καταλαβαίνουμε ξαφνικά - και κάποτε με κατάπληξη - πόσο σταθήκαμε ευτυχισμένοι.


  • Πες μου τι κάνεις το φαϊ που τρως, μου είπε κάποτε, και θα σου πω ποιος είσαι. Άλλοι το κάνουν ξίγκια και κοπριά, άλλοι το κάνουν δουλειά και κέφι, κι άλλοι, έχω ακουστά, το κάνουν λέει, Θεό. Τριών λογιών είναι το λοιπόν οι άνθρωποι.


  • Ηδονικές όλο θλίψη οι ώρες ετούτες της ψιλής βροχής, σα να βρέχεται η ψυχή σου η πεταλούδα και βουλιάζει στο χώμα. Έρχουνται στο νου σου όλες οι πικρές θύμησες, οι στερνιασμένες στην καρδιά σου - χωρισμοί από φίλους, χαμόγελα που έσβησαν, ελπιδες που μάδησαν σαν πεταλούδες κι αυτές, και τους απόμεινε μονάχα το σκουλήκι, και το σκουλήκι αυτό σούρνεται τώρα στα φύλλα της καρδιάς σου και τα τρώει.


  • Είχε ξετρουπώσει μέσα στο σεντούκι της, ευτύς ως ένιωσε τον κίνδυνο ένα Χριστό Σταυρωμένο, από άσπρο γυαλιστερό κόκαλο και τον έχωσε κάτω από το προσκεφάλι της. Χρόνια τώρα τον είχε αποξεχάσει μέσα στις ξεσκισμένες της πουκαμίσες και τα βελουδένια της κουρέλια, στον πάτο του σεντουκιού. Σα να 'ταν ο Χριστός κανένα γιατρικό που το παίρνεις μονάχα σαν αρρωστήσεις βαριά. Όσο ζούμε και καλοζούμε και τρώμε και πίνουμε και φιλούμε, δε μας χρειάζεται.

  • Να λες "Ναι" στην ανάγκη να μετουσιώνεις το αναπόφευκτο σε δικιά σου λεύτερη βούληση - αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης.


  • Τριών λογιών είναι οι άνθρωποι: Αυτοί που βάζουν σκοπό να ζήσουν, καθώς λένε, τη ζωή τους, να φαν, να πιουν, να φιλήσουν, να πλουτίσουν, να δοξαστούν... Έπειτα είναι αυτοί που σκοπό βάζουν όχι τη ζωή τους παρά τη ζωή όλων των ανθρώπων, νιώθουν πως όλοι οι άνθρωποι είναι ένα και μάχουνται να φωτίσουν, ν' αγαπήσουν, να ευεργετήσουν όσο μπορούν τους ανθρώπους. Και τέλος είναι αυτοί που βάζουν σκοπό τους να ζήσουν τη ζωή του σύμπαντος, όλοι, άνθρωποι, ζα, φυτά, άστρα είμαστε ένα, η ίδια η ουσία που μάχεται τον ίδιο φοβερό αγώνα, ποιον αγώνα; να μετουσιώνει την ύλη και να την κάμει πνέμα.


  • Το Θεό δεν μπορούν να τον χωρέσουν οι εφτά πατωσιές τ' ουρανού και οι εφτά πατωσιές της γης. Όμως τον χωρά η καρδιά του ανθρώπου. Και γι' αυτό το νου σου να μην πληγώσεις ποτέ την καρδιά του ανθρώπου.


  • Πόσο αλήθεια καταπληχτικό μυστήριο είναι ετούτη η ζωή και πως σμίγουν και χωρίζουν οι άνθρωποι σαν φύλλα χινοπωριάτικα που τα κυνηγά η μπόρα, και πως του κάκου μοχτάς ν' αρπάξεις με τη ματιά σου το πρόσωπο, το σώμα, τις χειρονομίες του ανθρώπου που αγαπάς - κι όμως, σε λίγα χρόνια δε θα θυμάσαι πια αν ήταν γαλάζια ή μαύρα τα μάτια του.


  • Μα δεν έχουμε αλίμονο! εμπιστοσύνη ακόμα στην ψυχή μας, ο νους ο εμποράκος, ο ψιλικατζής την περγελάει, όπως περγελούμε τις γριές ξορκίστρες και μάγισσες.


Αποσπάσματα από βιβλία του Ν. Καζαντζάκη

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Παραμύθι, Ν. Καζαντζάκης


Μια φορά κι έναν καιρό, άρχισε ο παπα-Φώτης, βγήκαν δυο πουλολόγοι σ' ένα βουνό κι έστησαν τα δίχτυα τους, τ' άπλωσα και την άλλη μέρα το πρωί πήγαν, και τι να δουν; τα δίχτυα ήταν γεμάτα αγριοπερίστερα. Χιμούσαν τα κακόμοιρα απελπισμένα να ξεφύγουν, μα τα μάτια του διχτυού ήταν στενά πολύ, που να περάσουν! Σωριάστηκαν το λοιπόν όλα μαζί τρεμάμενα και περίμεναν. “Πετσί και κόκαλο είναι τ' άτιμα, είπε ο ένας κυνηγός, πως θα τα πουλήσουμε στο παζάρι; - Ας τα ταϊσουμε καλά μερικές μέρες, να παχύνουν, είπε ο άλλος. Τους έριξαν μπόλικο τάιστρο, τους έβαλαν και νερό, ρίχτηκαν τα περιστέρια να τρων και να πίνουν, ένα μονάχα δεν θέλησε να φάει, έμεινε νηστικό, τις άλλες μέρες, καινούριο τάιστρο, τα περιστέρια άρχιζαν κάθε μέρα και πάχαιναν, και μονάχα το ένα λίγνευε κι όλο και μάχουνταν να περάσει από το δίχτυ. Ώσπου μια μέρα ήρθαν οι κυνηγοί να τα μαζέψουν και να τα πάνε στο παζάρι. Το περιστέρι, που είχε μείνει νηστικό, τόσο είχε λιγνέψει, που έδωσε μια, πέρασε από το δίχτυ και φτερούγισε λεύτερο στον αγέρα... Αυτό είναι το παραμύθι παιδιά μου. Γιατί σας το δηγήθηκα: Ποιος μπορεί να το ξεδιαλύνει;

Να σας ξηγήσω, παιδιά μου, τα παρακάτω. Είχαμε αρχίσει στο πλούσιο χωριό μας να βαραίνουμε, να πολυτρώμε και να παραφορτώνουμε την ψυχή μας με κρέατα. Ειρήνη, ασφάλεια, καλοπέραση, η σάρκα είχε θρασέψει κι είχε καταπλακώσει την ψυχή. Λέγαμε: όλα πάνε καλά, δικαιοσύνη βασιλεύει στον κόσμο, κανένας δεν πεινάει, κανένας δεν κρυώνει, κόσμος καλύτερος δεν υπάρχει. Κι ο Θεός μας λυπήθηκε - μας έστειλε τον Τούρκο που μας ξεπάτωσε, μας πέταξε στους πέντε δρόμους, αδικηθήκαμε κι είδαμε πως ο κόσμος είναι γεμάτος αδικίες. Πεινάσαμε και κρυώσαμε, κι είδαμε πως υπάρχει πείνα και κρύο - το 'δαμε κι αυτό – άλλοι που τρων τον αβλέμονα, κι είναι πάντα αναμμένα τα τζάκια τους, και βλέπουν τους γυμνούς και πεινασμένους και γελούν. Μας άνοιξε η συφορά τα μάτια μας, είδαμε. Μας άνοιξε η πείνα τα φτερά μας, ξεφύγαμε από το δίχτυ της αδικίας και της καλοπέρασης, είμαστε λεύτεροι! Μπορούμε τώρα ν' αρχίσουμε μιαν καινούρια, πιο τίμια ζωή, δόξα σοι ο Θεός!

Απόσπασμα από το βιβλίο " Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται"