Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Εξημέρωσέ με

Η Αλεπού κοίταξε το Μικρό Πρίγκηπα, για πολύ ώρα.

-Σε παρακαλώ εξημέρωσέ με! είπε.

-Το θέλω, απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Έχω να ανακαλύψω φίλους και πολλά πράγματα να γνωρίσω.

-Γνωρίζουμε μονάχα τα πράγματα που εξημερώνουμε, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίζουν τίποτα. Τ’ αγοράζουν όλα έτοιμα απ’ τους εμπόρους. Επειδή όμως δεν υπάρχουν έμποροι που να πουλάν φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσέ με.

-Τι πρέπει να κάνω; Είπε ο μικρός πρίγκιπας.

-Χρειάζεται μεγάλη υπομονή, απάντησε η αλεπού. Στην αρχή θα καθίσεις κάπως μακριά μου, έτσι, στο χορτάρι. Θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού κι εσύ δε θα λες τίποτα. Ο λόγος είναι πηγή παρεξηγήσεων. Κάθε μέρα, όμως, θα μπορείς να κάθεσαι όλο και πιο κοντά…

Την επόμενη μέρα ο μικρός πρίγκιπας ξαναήρθε.

-Θα ήταν καλύτερα αν ερχόσουν την ίδια πάντα ώρα, είπε η αλεπού. Αν έρχεσαι, για παράδειγμα, στις τέσσερις τ’ απόγευμα από τις τρεις θ’ αρχίζω να είμαι ευτυχισμένη. Όσο περνάει η ώρα τόσο πιο ευτυχισμένη θα νιώθω. Στις τέσσερις πια θα κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα και θ’ ανησυχώ. Θ’ ανακαλύψω την αξία της ευτυχίας. Αν έρχεσαι όμως όποτε λάχει, δε θα ξέρω ποτέ τι ώρα να φορέσω στην καρδιά μου τα γιορτινά της…Χρειάζεται κάποια τελετή.

-Τι πάει να πει τελετή; Είπε ο μικρός πρίγκιπας.

-Είναι κι αυτό κάτι που έχει ξεχαστεί από καιρό, είπε η αλεπού. Είναι αυτό που κάνει μια μέρα να μη μοιάζει με τις άλλες, μια ώρα με τις άλλες ώρες. Υπάρχει, για παράδειγμα, μια τελετή στους κυνηγούς. Χορεύουν την Πέμπτη με τα κορίτσια του χωριού. Η Πέμπτη λοιπόν είναι υπέροχη μέρα. Πάω και κάνω βόλτα ίσαμε τ’ αμπέλι. Αν οι κυνηγοί χόρευαν οποτεδήποτε, οι μέρες θα έμοιαζαν σαν όλες, κι εγώ δε θα είχα ποτέ διακοπές.

Έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Κι όταν πλησίασε η ώρα του αποχωρισμού:

-Αχ, είπε η αλεπού… Θα κλάψω.
-Εσύ φταις, είπε ο μικρός πρίγκιπας, εγώ δεν ήθελα το κακό σου, εσύ θέλησες να σε εξημερώσω…
-Σωστά, είπε η αλεπού.
-Όμως θα κλάψεις, είπε ο μικρός πρίγκιπας.
-Σωστά, είπε η αλεπού.
-Τι κέρδισες λοιπόν;
-Κέρδισα, είπε η αλεπού, το χρώμα του σταριού.

Μικρός Πρίγκηπας, Antoine de Saint Exupéry

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2012

Απολογισμός


Έτσι περνάω εγώ τη ζωή μου, κυνηγώντας το άπιαστο, το απ' την αρχή χαμένο.

Μόνο και μόνο για να νοιώσω την ηδονή της αποτυχίας, μόνο και μόνο για να με στήσω στον τοίχο και να μου πω:

"Εσύ τα κανόνισες όλα, γιατί η χαρά δεν σε χωρεί. Εσύ, που λατρεύεις να περπατάς σε κάρβουνα αναμμένα. Κλάψε τώρα, για μία ακόμη φορά τα καμμένα. Και ξεκίνα απ' την αρχή."

©Κρυσταλένια©

Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

Επιστροφή


Αόρατο σκοινί σε δένει
και κάθε που σε τραβάει
αντίσταση δεν προβάλεις
στη γνώριμη διαδρομή σου
...προς τα πίσω.




©Κρυσταλένια©

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

Ο Φράχτης

Μια αυλίτσα με φράχτη ήταν τ' όνειρό της, συρμάτινο φράχτη, να χωράει δυο δεντράκια, μερικά λουλούδια, να χωράει εκείνη και την αγάπη της, που την είχε φυλαχτό. Καρφιτσωμένη μονίμως στο εσωτερικό του πουκαμίσου της. Δεν την ένοιαζε τι υπάρχει πέρα απ' αυτό το φράχτη, εκείνης η έγνοια ήταν να ποτίζει τα δεντράκια της, τα λουλούδια της, και την αγάπη της... να της δίνει όλο της τον εαυτό για να μη λιποτακτήσει από πάνω της, να τα έχει όλα ώστε να μη ψάξει πέρα απ' το συρμάτινο φράχτη της αυλίτσας της. Αυτό ήταν τ' όνειρό της... μέχρι τα όρια αυτού του φράχτη.


Μα ξημέρωσε η μέρα που η αγάπη της δραπέτευσε απ' τη χρυσή της φυλακή. Εκείνου η ψυχή δεν άντεχε το βόλεμα, μέρα με τη μέρα κρυφοκοίταζε μέσα απ' τον συρμάτινο φράχτη και λαχταρούσε να βρεθεί απ΄ την άλλη πλευρά. Κοιμόταν και ξυπνούσε μ΄ αυτή τη πληγή, αυτό τ' όνειρο... "Να ζήσω απ'  την άλλη πλευρά", σιγομουρμούριζε μέσα του μια φωνούλα. Μέχρι που η φωνούλα έγινε κραυγή κι έσπασε μέσα του κάθε κλειδαριά που τον κρατούσε δεμένο στην αυλή της με τα δύο δεντράκια και τα λουλούδια της. Κι έφυγε...

Έφυγε η αγάπη της...

Έσβησε τ' όνειρό της, απέμεινε η αυλή άδεια χωρίς την αγάπη της, το πουκάμισό της τσαλακωμένο απ' την φυγή. Ελαφρυά χωρίς το φυλαχτό της, είχε λατρέψει τόσο αυτό το βάρος πάνω στο ρούχο της. Κι έκλαιγε και θρηνούσε γιατί νερό περίσσευε και τό 'ριχνε στη γη να μεγαλώσει το χορτάρι. Και περπατούσε με μια ορθάνοιχτή πληγή, σαν να είχε χάσει ένα κομμάτι από το σώμα της. Πονούσε πονούσε όλη της η ύπαρξη. Πέθανε τ' όνειρό της...

Κι αυτός ο συρμάτινος φράχτης, πόσο κακία του κρατούσε που επέτρεψε τη φυγή. 

Πένθησε τ' όνειρό της, έκλαψε ώσπου στέρεψε, βλασφήμισε τον φράχτη ώσπου τον λυπήθηκε και τον συγχώρεσε. Πένθησαν μαζί της τα δύο δεντράκια και τα λουλούδια της, φόρεσαν το χρώμα της για να μη νοιώθει ξένη. Ένοιωσε άδεια σαν να είχε στερέψει η πηγή της. Κοίταζε παγωμένα το συρμάτινο φράχτη, τον παρατηρούσε. Ασημένιος, όμορφα πλεγμένος, τέλεια σχηματοποιημένος. Μετρούσε τα εξάγωνά του κάθε μέρα, κι όλα ήταν εκεί, δεν έλειπε κανένα. 

Ώσπου μια μέρα έλειπε ένα, την επόμενη έλειπαν δύο. Η γη άρχισε να ζωντανεύει. Τα δυο δεντράκια της και τα λουλούδια πέταξαν τη μουντάδα. Πανικοβλήθηκε. Το όριό της χάνονταν σιγά σιγά. Το μέτρημά της κρατούσε πιο λίγο. Τα τέλεια εξάγωνα χάνονταν στον ουρανό. Μεταμορφώνονταν σε πουλιά και σκορπούσαν σε όλη τη γη, μέχρι που δεν έμεινε κανένα. Τρόμαξε. Ήρθε αντιμέτωπη με την άλλη πλευρά. Χαμογέλασε διστακτικά. Το άγνωστο της έκλεισε πειραχτικά το μάτι. Πήρε βαθιά ανάσα κι έκανε ένα βήμα και μετά κι άλλο. "Έχει κι άλλα μέρη να δω, έχω κι άλλα όνειρα να κάνω", τραγούδησε η φωνή μέσα της. Ξεκίνησε γι' άλλους προορισμούς, έχοντας μάθει πια...  Δεν υπάρχουν φράχτες μόνο ταξιδιάρικα πουλιά.





©Κρυσταλένια©

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Σκισμένο Ψαθάκι (απόσπασμα), Αλκυόνη Παπαδάκη

Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνει στέκια και καταφύγια για την ψυχή μου. Κι εκεί που είναι όλα έτοιμα κι έχω αρχίσει να βολεύομαι, εκεί  που είναι τα πάντα τακτοποιημένα και κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ και να κάμω τσιγαράκι, μπαίνει ο διάολος μέσα μου και μου την ανάβει. 
  
-Τι 'ναι τούτα δω τα σκιάχτρα; μου λέει. Δεν είναι για σένα η λούφα,κορίτσι μου. Πάλι πλαστογραφίες κάνεις; 

Και βροντάω τότε ένα ασιχτίρ και τα κάνω όλα κεραμιδαριό. Ύστερα κάθομαι σταυροπόδι και γλείφω τις πληγές μου σαν το σκυλί. Δεν  πειράζει, λέω. Πάμε γι' άλλα. Όπως και να 'χει το πράμα, η Ρόζυ γεννήθηκε με το βλέμμα καρφωμένο στο ξημέρωμα. Όρτζα τα πανιά λοιπόν.